Πρόκειται για πολύ συνηθισμένο εύρημα σε μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού. Οι περισσότεροι είναι ακίνδυνοι και δεν προκαλούν συμπτώματα, δηλαδή έως και σε ποσοστό 50 – 60 % έχουν εντοπισθεί χωρίς να έχουν παρατηρηθεί κλινικά (συμπιεστικά) ή αισθητικά συμπτώματα. Επίσης, δεν επηρεάζουν συνήθως την λειτουργία του θυροειδούς για την παραγωγή θυροειδικών ορμονών.
Παρατηρούνται συχνότερα σε ανθρώπους που ζουν σε περιοχές με έλλειψη ιωδίου, σε άτομα που δέχθηκαν θεραπευτική ακτινοβολία στο κεφάλι ή το λαιμό κατά τη διάρκεια της παιδικής ηλικίας, αλλά επίσης παίζει ρόλο το φύλο, το οικογενειακό ιστορικό θυροειδικής κακοήθειας κ.α.
Οι όζοι είναι συνήθως καλοήθεις βλάβες, αλλά πρέπει πρώτα να αποκλειστεί η περίπτωση κακοήθειας. Το 90 % της κακοήθειας του θυροειδούς είναι καλής πρόγνωσης και μία καλή χειρουργική επέμβαση αποτελεί στην πλειονότητα την πλήρη θεραπεία αυτών. Σε συγκεκριμένες περιπτώσεις είναι απαραίτητη η συμπληρωματική θεραπεία με την χορήγηση ραδιενεργού ιωδίου.
Εάν ο όζος είναι μικρός, ανιχνεύεται δύσκολα και μόνο ένας έμπειρος ειδικός ιατρός Ενδοκρινολόγος ή Ακτινοδιαγνώστης μπορεί να τον εντοπίσει. Εάν έχει μεγαλώσει αρκετά σε μέγεθος, μπορεί να είναι έμμεσα εμφανής ως εξόγκωμα (πρήξιμο) στο λαιμό ή να πιέζει την τραχεία ή τον οισοφάγο και κατ’ επέκταση να προκαλεί συμπτώματα όπως δύσπνοια, δυσφωνία ή ακόμη και δυσκολία στην κατάποση.
Σε ορισμένες περιπτώσεις, ο όζος έχει ως αποτέλεσμα να παράγονται μεγάλες ποσότητες της θυροειδικής ορμόνης θυροξίνης. Η υπερπαραγωγή αυτής έχει σαν αποτέλεσμα να εκδηλώνονται συμπτώματα υπερθυρεοειδισμού, όπως: ανεξήγητη απώλεια βάρους, ευαισθησία στη ζέστη, τρέμουλο, νευρικότητα, αϋπνίες, ταχυπαλμίες ή αρρυθμίες.Όλοι όσοι έχουν στο υπερηχογράφημα του θυρεοειδούς εύρημα όζου έως 10 χιλιοστά θα πρέπει να κάνουν αιματολογικές εξετάσεις (Τ3, Τ4, TSH, αλλά και άλλες πιο εξειδικευμένες θυρεοειδικές παραμέτρους).
Η βιοψία του θυρεοειδούς (FNA – παρακέντηση με λεπτή βελόνη) για την ακριβή διάγνωση του τύπου του όζου συνιστάται μόνο σε ειδικές περιπτώσεις.
Από τους καλοήθεις όζους ορισμένοι χρειάζονται θεραπεία αν και για τους περισσότερους αρκεί μόνο παρακολούθηση, ώστε να ελέγχονται τα χαρακτηριστικά τους και η λειτουργικότητά τους.
Σε κάθε περίπτωση ο υπερηχογραφικός έλεγχος από ειδικό ιατρό Ενδοκρινολόγο ή Ακτινοδιαγνώστη κάθε 6-12 μήνες θεωρείται επαρκής.
Σε περίπτωση κάποιου «ύποπτου» συμπτώματος που επιμένει, απευθυνόμαστε στον ειδικό Ενδοκρινολόγο – Διαβητολόγο.
- Το άρθρο υπογράφει η κα Αριάδνη Ξυφώλη, Ενδοκρινολόγος – Διαβητολόγος.
Για επιπρόσθετη υποστήριξη, τηλεφωνείτε στο πολυϊατρείο ΚΟΣΜΟΫΓΕΙΑ Σκοπέλου (τηλ. 2424024500) για να κλείσετε ραντεβού με την Ενδοκρινολόγο – Διαβητολόγο κα Αρ. Ξυφώλη