της Κλεοπάτρας Ζουμπουρλή, μοριακής βιολόγου, medlabnews.gr
Τα τελευταία χρόνια η νευροενδοκρινολογία έχει εξηγήσει σχεδόν ολοκληρωτικά την ερωτική συμπεριφορά. Όπως αποδεικνύεται από τις μελέτες και έρευνες που έχουν πραγματοποιηθεί πάνω στο θέμα, η ερωτική αγάπη και οι ερωτικοί δεσμοί είναι προϊόν νευροχημικών διαδικασιών. Συγκεκριμένα κάθε ερωτική έκφραση έχει και ανάλογο ορμονικό υπόβαθρο.
Η φύση παίζει μαζί μας παράξενα ερωτικά παιχνίδια με όπλο τις ορμόνες που εκκρίνονται, ιδίως από κάποιους νευρώνες του νωτιαίου μυελού. Η στιγμή της κορύφωσης της ερωτικής πράξης παρομοιάζεται από τους νευροεπιστήμονες με θύελλα που ξεσπά στον εγκέφαλο κάτι σαν έκρηξη πυροτεχνημάτων στο κέντρο του εγκεφάλου , στον υποθάλαμο, που δημιουργείται λόγω της μαζικής παραγωγής ορμονών. Υπάρχουν, επίσης, κάποιες ορμόνες, οι φερομόνες, από τις οποίες ξεκινά το παιχνίδι της σαγήνης επειδή σχετίζονται με την ερωτική ορμή. Είτε το θέλουμε είτε όχι, είμαστε δέσμιοι της χημείας και της φύσης. Κι αυτή η δέσμευση, που άρχισε εκατομμύρια χρόνια πριν, εξακολουθεί να ασκεί την ίδια έντονη επιρροή «τραβώντας» μας κυριολεκτικά από τη μύτη! Γι αυτό, άλλωστε, έχουμε την τάση να φοράμε κολόνιες και αρώματα. Θέλουμε να εκπέμπει το σώμα μας μυρωδιές και αρώματα για να είμαστε πιο ελκυστικοί και αρεστοί στους άλλους. Οι εταιρίες καλλυντικών δημιουργούν αρώματα και κολόνιες που είναι πραγματικά ακαταμάχητα. Όχι επειδή απλώς μυρίζουν ωραία αλλά επειδή περιέχουν παράγωγα φερομονών όπως η ανδροστενόνη, η γαλακτολίνη και εξαλτονίνη. Αυτού του τύπου οι κολόνιες μας κάνουν να νιώθουμε μια ευχάριστη έλξη για τους ανθρώπους που τα φορούν μόνο και μόνο γιατί μας άγγιξε το άρωμά τους!
Η παραγωγή φερομονών σχετίζεται και με το ανοσοποιητικό σύστημα. Θεωρείται ότι πρόκειται για μια προσπάθεια του οργανισμού να επιλέξει -βάσει της μυρωδιάς- τον ιδανικό σύντροφο, ώστε να υπάρχει η μεγαλύτερη δυνατή συμβατότητα των ανοσοποιητικών συστημάτων των δύο ατόμων, με απώτερο σκοπό να αποκτήσουν γερά παιδιά.
Όταν κάποιος είναι ερωτευμένος, το σώμα του βιώνει πραγματικές αλλαγές. Από πλευράς νευροχημείας, το ερωτικό φαινόμενο περιγράφεται ως διακρινόμενο σε τρεις φάσεις: τη φάση της Λαγνείας, τη φάση της Έλξης και τη φάση της Προσκόλλησης. Τα έντονα συναισθήματα που βιώνει ο ερωτευμένος σε κάθε μία από αυτές τις φάσεις οφείλονται σε συγκεκριμένες – ανά φάση – νευροχημικές ουσίες.
Η φάση της Λαγνείας οφείλεται στην παραγωγή τεστοστερόνης στους άντρες και οιστρογόνων στις γυναίκες, γεγονός που τους ωθεί να συνάψουν σεξουαλικές σχέσεις. Η τεστοστερόνη, πρόκειται για μια ορμόνη που αυξομειώνεται ανεβοκατεβάζοντας έτσι και την επιθυμία στο ερωτικό παιχνίδι. Η έλλειψή της είναι και καταλυτική για την εμφάνιση της κατάθλιψης. Πράγμα που συνοδεύεται και από την έλλειψη της επιθυμίας. Στους άνδρες, η ορμόνη τεστοστερόνη που μεταξύ άλλων αυξάνει την επιθετικότητα και τη σεξουαλική ορμή, μειώνεται. Αντίθετα στις γυναίκες, η τεστοστερόνη που συνήθως βρίσκεται σε χαμηλά επίπεδα και είναι υπεύθυνη για τη σεξουαλική ορμή των γυναικών, αυξάνεται. Το γεγονός ότι η τεστοστερόνη μειώνεται στους άνδρες ενώ αυξάνεται στις γυναίκες, ερμηνεύεται ως μια προσπάθεια της φύσης να μειώσει τις διαφορές μεταξύ των δύο. Η μείωση των διαφορών συμβάλλει στη σύναψη στενών και ισχυρών σχέσεων μεταξύ των ερωτευμένων. Ερευνητές μέτρησαν τα επίπεδα τεστοστερόνης στα ερωτευμένα ζευγάρια από ένα μέχρι δύο χρόνια μετά την έναρξη του έρωτά τους και βρήκαν ότι η τεστοστερόνη επέστρεψε στα φυσιολογικά της επίπεδα.
Η ερωτική έλξη είναι καθαρά θέμα βιοχημικών μεταβολών στο σώμα μας. Η φάση της Έλξης χαρακτηρίζεται από παραγωγή φαινυλεθυλαμίνης που απελευθερώνει ντοπαμίνη και σεροτονίνη, νευροδιαβιβαστές που ευθύνονται για τη ρύθμιση συναισθημάτων χαράς, ευτυχίας και ενθουσιασμού. Το αποτέλεσμα είναι ένα αίσθημα ευδαιμονίας. Τα προβλήματα προσωρινά εξαφανίζονται, το ίδιο και αισθήματα άγχους ή στρες, και κάποιες φορές παρατηρείται και αναλγητική δράση. Αξίζει επίσης να σημειωθεί εδώ πως, χημικά, τα αποτελέσματά της σεροτονίνης στην ερωτική τρέλα, είναι παρόμοια με τα συμπτώματα ανθρώπων με ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή, πράγμα που μπορεί να εξηγήσει γιατί οι ερωτευμένοι δεν μπορούν να σκεφτούν τίποτε άλλο. Το ερωτικό πάθος, το «κουμαντάρει» η ορμόνη ντοπαμίνη. Είναι ο νευροδιαβιβαστής που έχει άμεση πρόσβαση στο κέντρο «επιβράβευσης – ικανοποίησης» του εγκεφάλου. Ανάλογα με την ποσότητα της ντοπαμίνης έχουμε και την μεγαλύτερη ή μικρότερη αίσθηση της ηδονής.
Στο στάδιο της καταπληκτικής εκείνης περίοδου που αισθανόμαστε πραγματικά ερωτοχτυπημένοι και δεν μπορούμε να σκεφτούμε τίποτα άλλο τρεις βασικοί νευροδιαβιβαστές, η αδρεναλίνη, η ντοπαμίνη και η σεροτονίνη, αποτελούν τους κύριους υπαίτιους για τα ακραία, αλλά υπέροχα αισθήματά μας.
Η αρχική κατάσταση κατά την οποία κάποιος αισθάνεται ότι ερωτεύεται συνδέεται με το άγχος που προκαλεί η επικείμενη συνάντηση με το αγαπημένο του πρόσωπο, που επιφέρει αύξηση των επιπέδων αδρεναλίνης και κορτιζόλης στο αίμα του. Αυτός είναι και ο λόγος που αισθανόμαστε την καρδιά μας να χτυπάει δυνατά, να ιδρώνουμε και να στεγνώνει το στόμα μας, όταν συναντηθούμε αναπάντεχα με το πρόσωπο που μας ενδιαφέρει.
Η ντοπαμίνη προκαλεί μία έντονη ορμή προς ευχαρίστηση, η οποία διεγείρει την επιθυμία και την ανάγκη ανταμοιβής, προκαλώντας στον εγκέφαλο τα ίδια αποτελέσματα που έχει η κοκαΐνη. Η αυξημένη έκκριση ντοπαμίνης ευθύνεται για το γεγονός ότι οι ερωτευμένοι νιώθουν μικρότερη ανάγκη για ύπνο και φαγητό, καθώς η προσοχή τους εστιάζεται και αντλεί ευχαρίστηση από τις πιο μικρές λεπτομέρειες της νέας σχέσης.
Ο τρίτος νευροδιαβιβαστής που συνθέτει την εικόνα του ερωτευμένου ατόμου, η σεροτονίνη, είναι μία από τις πιο σημαντικές χημικές ουσίες του έρωτα που μπορεί να εξηγήσει το γεγονός ότι το πρόσωπο με το οποίο είμαστε ερωτευμένοι εμφανίζεται συνεχώς στις σκέψεις μας.
Επίσης, με τη βοήθεια πλέον και μηχανημάτων, όπως ο μαγνητικός τομογράφος, οι επιστήμονες μπορούν να αντλήσουν στοιχεία για τη λειτουργία του εγκεφάλου την ώρα της διέγερσης τους. Έρευνες σε ερωτευμένα ζευγάρια έδειξαν ότι υπάρχει ενεργοποίηση ενός πολύπλοκου συστήματος στον εγκέφαλο, που προσομοιάζει με αυτό που συμβαίνει όταν γίνεται λήψη κοκαΐνης.
Η φάση της Προσκόλλησης έρχεται συνήθως ως μοιραία κατάληξη των δύο προηγούμενων σταδίων. Κατά την φάση αυτή, δημιουργούνται συναισθηματικοί δεσμοί ανάμεσα στο ζευγάρι ενώ οι συσχετιζόμενες χημικές ουσίες εκκρίνονται σε περίοδο από 90 μέρες έως και 3 χρόνια μετά τη φάση της Έλξης. Τα χημικά αυτά συνιστούν η ορμόνες οκυτοκίνη και βασοπρεσσίνη. Μια ηδονή που γίνεται σιγά – σιγά συναίσθημα όταν ενεργοποιείται η ορμόνη του έρωτα που είναι η οκυτοκίνη. Η οξυτοκίνη εκκρίνεται από τον υποθάλαμο στο κεντρικό νευρικό σύστημα και αποθηκεύεται στην υπόφυση. Είναι η ορμόνη της αφής και της αγάπης. Διεγείρει τα άτομα στο να είναι μαζί και να συνυπάρχουν αγαπημένα. Από αυτή την ορμόνη δημιουργείται και η αίσθηση της στοργής.
Η οκυτοκίνη είναι μία ισχυρή ορμόνη που παράγεται στους άντρες και τις γυναίκες κατά τη διάρκεια του οργασμού και ενισχύει το αίσθημα της σύνδεσης, της εγγύτητας και της οικειότητας που δημιουργείται ανάμεσα στο ζευγάρι. Συμβάλλει αποφασιστικά στη δημιουργία των συσπάσεων της μήτρας (οργασμό), την αγγειοδιαστολή (ξάναμμα), και στο θηλασμό (στοργική μητέρα).
Θεωρείται πάντως ως η ορμόνη της προσκόλλησης και της δέσμευσης, δημιουργεί αισθήματα ικανοποίησης, ασφάλειας και ηρεμίας και είναι επίσης εκείνη η οποία βοηθά, μέσω της έκκριση της κατά το θηλασμό, στο να δημιουργηθούν και να εδραιωθούν δεσμοί αγάπης μεταξύ μητέρας και παιδιού. Με παρόμοιο και ανάλογο τρόπο ενεργεί και μεταξύ των ερωτευμένων.
Η βασοπρεσσίνη ενισχύει τη μακροπρόθεσμη δέσμευση του ζευγαριού και επίσης εκλύεται μετά την ερωτική συνεύρεση. Πρόκειται για την ορμόνη που σχετίζεται με τα νεφρά και ελέγχει το αίσθημα της δίψας. Η ίδια αυτή ορμόνη αυξάνει την αφοσίωση του ενός ατόμου στο άλλο και ενισχύει την τάση τους να προστατεύουν το σύντροφό τους από άλλους επίδοξους διεκδικητές.
Σύμφωνα με έρευνα που έγινε το 2004, φέρεται να είναι υπεύθυνη για τη θεμελίωση της πίστης ανάμεσα σε ένα ζευγάρι που έχει εισέλθει στη φάση Προσκόλλησης. Σύμφωνα με τους ερευνητές, κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής πράξης συμβαίνει στη γυναίκα έκλυση βασοπρεσσίνης, η οποία κατόπιν συλλαμβάνεται από τον άνδρα μέσω ειδικών υποδοχέων, δίνοντας του αίσθημα πληρότητας και ικανοποίησης, και άρα την επιθυμία να παραμείνει με τη σύντροφο που έχει. Εντυπωσιακό εύρημα αποτελεί το ότι μια γενετική διαφοροποίηση σε έναν από αυτούς τους υποδοχείς βασοπρεσσίνης συνδέεται με το φόβο της δέσμευσης και κατά συνέπεια την απιστία. Θα μπορούσαμε λοιπόν να πούμε ότι η βασοπρεσσίνη σχετίζεται με το συναισθηματικό δέσιμο και την ερωτική πίστη στους άντρες.
Και στα δύο φύλα αυξάνεται σημαντικά η κορτιζόνη που είναι η κατ’ εξοχήν ορμόνη του στρες.
O συντονισμός όλων αυτών των ορμονών γίνεται από τον εγκέφαλο με βάση την μνήμη και καθοδήγηση από διάφορα γονίδια.
Όπως αποδεικνύεται, η ερωτική αγάπη και οι ερωτικοί δεσμοί είναι προϊόν νευροχημικών διαδικασιών. Αντίθετα με ό,τι πιστεύουμε και μας κάνει πολύ συχνά να απογοητευόμαστε και να εγκαταλείπουμε, φαίνεται πως η αντίληψη ότι όταν ο έρωτας σβήνει, δεν ξανανάβει, δεν είναι και τόσο σωστή. Το ερωτικό πάθος, αν και λιγότερο έντονο από ό,τι στην αρχή, μπορεί να αναβιώσει ξανά και ξανά σε μια σχέση στην οποία έχει αναπτυχθεί εμπιστοσύνη και οικειότητα. Διότι, επίσης αντίθετα με αυτό που πιστεύεται, δεν είναι η σεξουαλική επιθυμία που τροφοδοτεί το ερωτικό συναίσθημα, αλλά τα τρυφερά συναισθήματα που ξυπνούν την επιθυμία για τον άλλον.