Σιγά-σιγά, σαν το κερί που λιώνει αθόρυβα, χάνονται τα πανηγύρια της Σκοπέλου, και μαζί τους σβήνει ένα κομμάτι από την ταυτότητα του νησιού. Κάποτε, οι παρέες έγραφαν ιστορία τα βράδια της παραμονής, με γλέντια που κρατούσαν ως το ξημέρωμα, τραγούδια που αντηχούσαν στις πλαγιές, και χορούς που ζέσταιναν τις ψυχές. Ήταν γιορτές που δεν έμεναν μόνο στη λατρεία, αλλά συνέχιζαν σαν μια μυσταγωγία, ένα αντάμωμα ανθρώπων, ψυχών, παραδόσεων.
Ένα από αυτά τα πανηγύρια, το Πανηγύρι του Αγίου Χαραλάμπους, έσβησε αθόρυβα… Στις 9 Φεβρουαρίου, το τρισυπόστατο μοναστήρι στο Παλούκι – αφιερωμένο στην Αγία Βαρβάρα, την Υπαπαντή του Κυρίου και τον Άγιο Χαράλαμπο – άνοιγε τις πόρτες του και πλημμύριζε από κόσμο. Η εκάστοτε Εκλησιαστική Επιτροπή του Δήμου κρατούσε ζωντανή την παράδοση, και τα κελιά της Μονής γέμιζαν από ζεστασιά και ανθρώπινη παρουσία.
Οι Σκοπελίτισσες νοικοκυρές με τα μεστά τους χέρια έφτιαχναν τα παραδοσιακά σκοπελίτικα ρυζόγαλα, τα οποία με έναν μοναδικό τρόπο τα «κεντούσαν» στην επιφάνειά τους με κανέλα ενώ η γίδα – ευλογία από τους ντόπιους τσοπάνηδες – έβραζε σε μεγάλα καζάνια και σερβιριζόταν με χοντρά μακαρόνια, απολαυστικό έδεσμα που ένωνε όλους γύρω από το τραπέζι.

Και ύστερα, ο χορός… Μεσούσης της Αποκριάς, το γλέντι δεν είχε τελειωμό. Τα πόδια χτυπούσαν το χώμα, τα χέρια ενώνονταν, οι καρδιές συγχρονίζονταν στον ρυθμό της μουσικής. Δεν ήταν απλώς διασκέδαση, ήταν ρίζα βαθιά φυτεμένη, ήταν ο τρόπος που οι Σκοπελίτες έδιναν ζωή στα βράδια του χειμώνα, που φρόντιζαν να μην ξεχαστούν.
Φέτος, όμως, η σιωπή ήταν εκκωφαντική. Κανείς δεν κατάλαβε αν η Μονή πανηγύριζε. Καμία πρόσκληση, καμία ανακοίνωση, κανένα κάλεσμα για τον Εσπερινό και τη Θεία Λειτουργία. Οι παλιοί απόρησαν, οι νεότεροι ίσως δεν πρόσεξαν, αλλά η αλήθεια πονάει: όταν ένα πανηγύρι χάνεται, δεν χάνεται μόνο μια γιορτή. Χάνεται η συνέχεια, χάνεται η μνήμη, χάνεται η ίδια η ψυχή της παράδοσης.
Κι αν δεν προσέξουμε, στο τέλος θα μείνουμε μόνο με τις αναμνήσεις να διηγούμαστε «πως ήταν κάποτε»…
