Ένα πρωινό Παρασκευής, καθώς ο ήλιος φώτιζε απαλά τον οικισμό της Σκοπέλου, δημιουργώντας μια γαλήνια ατμόσφαιρα, το βλέμμα του περαστικού «αιχμαλωτίστηκε» σε μια ιδιαίτερη εικόνα. Καθώς περνούσε από το εντευκτήριο του ΚΑΠΗ, είδε τον οικισμό με τα χαρακτηριστικά σπιτάκια και την ιδιαίτερη χαρακτηριστική του γραμμή να καθρεφτίζεται στο τζάμι του κτιρίου.
Η αντανάκλαση δημιουργούσε μια διπλή εικόνα, μια σύνθεση του πραγματικού και του εικονικού. Τα χρώματα του οικισμού, το λευκό των σπιτιών, το πράσινο της φύσης και το μπλε της θάλασσας, έμοιαζαν να αναμειγνύονται με την εικόνα του εσωτερικού χώρου του εντευκτηρίου. Ήταν μια στιγμή που η πραγματικότητα και η αντανάκλαση γίνονταν ένα, δημιουργώντας μια μοναδική αίσθηση.
Μέσα σε αυτό το παιχνίδι του φωτός και της σκιάς, ο μοναχικός περαστικός αναρωτήθηκε προς τα που να περπατήσει· προς το εικονικό ή το πραγματικό; Ήταν μια στιγμή που η Σκόπελος, μέσα από το τζάμι, παρέσυρε τον διαβάτη σε έναν κόσμο μαγικό, όπου η πραγματικότητα και η φαντασία συνυπάρχουν ή τουλάχιστον έτσι θα θέλαμε…