Επιλογή-παρουσίαση: Φανή Χατζή
Σήκω από πάνω μου της Λίνας Βαρότση
Στο δυναμικό πρώτο της βιβλίο, η Λίνα Βαρότση αποτυπώνει την ενηλικίωση της ηρωίδας της μέσα από τις ρητές και άρρητες μορφές έμφυλης βίας που συναντά στο διάβα της. Από την κατάβαση των στενών της Άνω Πόλης της Θεσσαλονίκης και τα κλαδιά των δέντρων της παιδικής της γειτονιάς, όπου γίνεται αυτήκοος μάρτυρας της κακοποίησης της γειτόνισσας, μέχρι τον κατήφορο της δικής της κακοποίησης, η συγγραφέας ακολουθεί τη Νίνα στις διαρκείς μεταμορφώσεις της και τις διαβρωτικές συνέπειες του τραύματος.
Η Νίνα σαν παιδί είναι αεικίνητη, ζωηρή, το παρατσούκλι που της δίνει η γιαγιά της είναι «ο διάολος της Άνω Πόλης». Συχνά, ικανοποιείται με τη σκέψη ότι αυτή είναι σκληρό καρύδι, «δεν είναι σαν τα άλλα κορίτσια». Σκληραγωγημένη σε «πληγές, γδαρσίματα και στραμπουλήγματα» από το παιχνίδι και στα χαστούκια της μαμάς της, φαίνεται να μπορεί να αντέξει τα πάντα. Όταν ένα έφηβο αγόρι, ο Μιχάλης, απλώνει τα χέρια του σαν αρπακτικό πάνω της, η Νίνα τον γρατζουνάει και ξεφεύγει. Στους δρόμους της Νέας Υόρκης, όπου μετακομίζει ξαφνικά η πολυμελής οικογένειά της, απαντά στα σεξιστικά βρωμόλογα που ακούει με βρισιές.
Σε αντίθεση με αφηγήματα που ρομαντικοποιούν την πρώτη ονειρεμένη περίοδο μιας σχέσης που καταλήγει να είναι κακοποιητική, η αφήγηση της Βαρότση προοικονομεί τη βία.
Ακόμα και τα πιο δυνατά κορίτσια, όμως, λαβώνονται κάποια στιγμή. Στο Σήκω από πάνω μου (εκδ. Μεταίχμιο, 2023) την ενδιαφέρει, λοιπόν, να αφιερώσει χρόνο στο ψυχογράφημά της, στη σταδιακή απομόνωση που βιώνει η Νίνα στο νέο σπίτι, την αποξένωση από τα αδέρφια της, την εμπλοκή σε ένα δυστύχημα από το οποίο αυτή εξέρχεται ζωντανή. Το σωματικό τραύμα εγγράφεται στο σώμα του «διαόλου» μόνο προσωρινά, αλλά το ψυχικό τραύμα του πένθους θα εγγραφε οριστικά. Ο «θηρευτής», ο οποίος παρομοιάζεται από νωρίς με τον κακό λύκο της Κοκκινοσκουφίτσας, βρίσκει το θήραμά του στην πιο ευάλωτη στιγμή της ζωής του και εμφανίζεται σε αυτό ως σωτήρας.
Σε αντίθεση με αφηγήματα που ρομαντικοποιούν την πρώτη ονειρεμένη περίοδο μιας σχέσης που καταλήγει να είναι κακοποιητική, η αφήγηση της Βαρότση προοικονομεί τη βία. Χειριστικός από το πρώτο λεπτό, οξύθυμος, έτοιμος να ξεσπάσει σε αντικείμενα και σημεία του σώματος, ο Λούσιαν είναι εξ αρχής ακατάλληλος σύντροφος. Είναι, όμως, δυστυχώς, ο μόνος που προτίθεται να βγάλει τη Νίνα από τον προσωπικό της βούρκο. Από την πρώτη σεξουαλική επαφή, που ισορροπεί στα όρια της συναίνεσης, ο Λούσιαν επιβάλλεται στη Νίνα, της δημιουργεί μια τοξική εξάρτηση. Οι μελανιές του πρώτου δυνατού κρατήματος οδηγούν στο πρώτο χαστούκι και το πρώτο απότομο σπρώξιμο οδηγεί ταχύτατα σε μια καθημερινότητα έντονης βίας, εγκλωβισμού και παράδοσης του ελέγχου του σώματος στον κακοποιητή.
Για τη συγγραφέα, το πρώτο, εκνευρισμένο «σήκω από πάνω μου» που θα φωνάξει η Νίνα στον αδερφό της στο πλαίσιο του άγριου αδελφικού αγώνα επίδειξης δύναμης συνδέεται άμεσα με το ξεψυχισμένο, αγανακτισμένο «σήκω από πάνω μου» που αρθρώνει στον επίδοξο βιαστή της. Η αδερφική, «αθώα» βία δεν εξομοιώνεται με την εγκληματική κακοποίηση του συντρόφου της, αλλά το χρονικό της ενηλικίωσης της Νίνας είναι στρωμένο με τύψεις, αυτομαστίγωμα, έλλειψη φροντίδας και αποδοχής και η απόδραση από την κακοποιητική σχέση προϋποθέτει και μια οχύρωση απέναντι στην άρρητη βία της οικογενειακής εστίας.
Μια γυναίκα απολογείται της Μαρίας Λούκα
Ένα καλοκαιρινό βράδυ του 2016, ένας 46χρονος άνδρας πλησιάζει δύο νεαρά κορίτσια που κάθονται σε ένα παγκάκι της Κορίνθου. Ο άνδρας αρχίζει να επιτίθεται στην ανήλικη κοπέλα και να βρίζει τις δύο φίλες, απειλώντας να τις βιάσει. Η ενήλικη Π., σε μια προσπάθεια να υπερασπιστεί τον εαυτό της και τη φίλη της, βγάζει ένα μαχαίρι και βρίσκει τον άντρα στην καρδιά. Στην Π. επιβάλλεται κάθειρξη δεκαπέντε ετών σε πρώτο βαθμό και δέκα ετών σε δεύτερο βαθμό, χωρίς να αναγνωριστεί η άμυνα ως λόγος άρσης του αδίκου.
Εμπνευσμένη από την πραγματική ζωή και καταδίκη της Π., η βραβευμένη δημοσιογράφος Μαρία Λούκα, πλάθει ένα αφηγηματικό υποκείμενο που ομοιάζει με αυτό της κατηγορούμενης, το οποίο καταθέτει ενώπιον ενός αόρατου δικαστηρίου.
Όταν ο άγνωστος άνδρας απειλεί τη γενετήσια και σωματική της ελευθερία, το μαχαίρι που είχε πάρει πριν φύγει από το πατρικό της είναι η μόνη της προστασία.
Η ανώνυμη αφηγήτρια περιγράφει το περιβάλλον ακραίας βίας από το οποίο προέρχεται, μιας επαρχιωτικής κοινωνίας που της κόλλησε από νωρίς την ταμπέλα της «καθυστερημένης», ενός σπιτιού εντός του οποίου μάνα και κόρη ήταν θύματα ακραίας σωματικής βίας, ενός ιδρύματος που ήθελε να συνθλίψει τη διαφορετικότητα. Ένα κορίτσι που έχει μόλις ενηλικιωθεί, που επιλέγει την αστεγία προκειμένου να ξεφύγει από τον πατέρα της και έχει μόλις γνωρίσει τη μοναδική της φίλη στη ζωή, σκοντάφτει ξανά πάνω στην ανδρική επιβολή. Όταν ο άγνωστος άνδρας απειλεί τη γενετήσια και σωματική της ελευθερία, το μαχαίρι που είχε πάρει πριν φύγει από το πατρικό της είναι η μόνη της προστασία.
Ο καταιγιστικός μονόλογος λίγων σελίδων Μια γυναίκα απολογείται (εκδ. Τόπος, 2021), που διαβάζεται με μία ανάσα, χαρακτηρίζεται ως «απολογία» καταχρηστικά, ειρωνικά, καθώς δεν φέρει τους τύπους μιας δικονομικής υφής απολογίας ενώπιον του δικαστηρίου, αλλά μιας οργισμένης εξομολόγησης κατά του «δικαστηρίου της πατριαρχίας». Από τη θέση της κατηγορούμενης, η αφηγήτρια εξαπολύει ένα δριμύ «Κατηγορώ» στην τοξική αρρενωπότητα, την κοινωνική υποκρισία, τα μίντια και τους θεσμούς που εχθρεύονται τη διαφορετικότητα, τους ανθρώπους που κλείνουν τα παράθυρα στον πόνο που ακούν δίπλα τους. Ταυτόχρονα, δηλώνει με καυστικότητα τη δυσπιστία απέναντι στο νομικό, αστυνομικό και δικαστικό καθεστώς που συντηρεί την ευάλωτη θέση των θυμάτων.
Στο νηφάλιο επίμετρο, με δημοσιογραφικό λόγο και νομολογιακά παραδείγματα, σχολιάζει εκτενώς το οξύμωρο του βάρους απόδειξης που φέρουν τα θύματα έμφυλης βίας και δη του βιασμού.
Ο λόγος της αφηγήτριας, κατακλεισμένος από το αίσθημα της αδικίας και οργής, λειτουργεί ως διαμαρτυρία για την έμφυλη ασυμμετρία στην αντιμετώπιση των γενετήσιων εγκλημάτων. Η Μαρία Λούκα εξαντλεί τη συναισθηματική φόρτιση στο σώμα της νουβέλας. Στο νηφάλιο επίμετρο, με δημοσιογραφικό λόγο και νομολογιακά παραδείγματα, σχολιάζει εκτενώς το οξύμωρο του βάρους απόδειξης που φέρουν τα θύματα έμφυλης βίας και δη του βιασμού. Αν δεν αμυνθούν, πρέπει με τραυματικό για τα ίδια τρόπο να αποδείξουν την επίθεση και εάν αμυνθούν, πρέπει να αποδείξουν ότι συνέτρεχαν τα πολύ αυστηρά κριτήρια της νόμιμης άμυνας.
Σε αυτό τον ζοφερό κλοιό, η Λούκα βρίσκει κάποιες «ρωγμές» που ανοίγει το φεμινιστικό κίνημα και οι διαρκείς του αγώνες. Η έκδοση κλείνει με έναν κατάλογο φεμινιστικών συλλογικοτήτων και φορέων συμβουλευτικής, μια καταγραφή που εξυπηρετεί το ίδιο ηχηρό μήνυμα που εξαγγέλλει και η αφηγήτρια του βιβλίου, ότι, δηλαδή, δεν είναι «καμία μόνη».
Διήγημας της Γιώτας Τεμπρίδου
Η Γιώτα Τεμπρίδου μας καλωσορίζει στο(ν) Διήγημας, μια ιδιαίτερη σύνθεση δώδεκα «σπονδύλων» σχετικών με το βίωμα των θηλυκοτήτων, το τραύμα, τη μνήμη και την ταυτότητα με την εξής προειδοποίηση: «Οφείλω, και πάντως θέλω, a priori να πω πως θα βρείτε εδώ μέσα πολλή έμφυλη βία, αν και όχι περισσότερη από όση έχετε ήδη βρει εκεί έξω.»
Η συγγραφέας του Διήγημας (εκδ. Ακυβέρνητες Πολιτείες, 2023) εμμένει στην παιδική ηλικία, αναζητά τις ρίζες της έμφυλης βίας σε παγιωμένες δομές, ξεκινά από τη διάκριση σε «αγοράκι» και «κοριτσάκι» (…)
Πράγματι, μέσα στο βιβλίο η έμφυλη βία έρχεται σε δόσεις, σε αποσπάσματα, όπως εισάγεται στη ζωή μας από μικρές, όταν δεν κατανοούμε την ιστορικότητα ούτε τη γλώσσα της ακόμα. Στο ανείπωτο της θέας μιας παιδικής φίλης να στριμώχνεται από κάποια αγόρια σε μια γωνιά, στο γλίστρημα ενός «ανύπαρκτου» θείου στο κρεβάτι ενός παιδιού, στο άκουσμα μιας συζήτησης ότι κάποιος «πείραξε» τη δασκάλα αργά μέσα στη νύχτα, στην παρατήρηση της βίας που υφίσταται μια «ξένη» γυναίκα. Σύντομα, η βία έχει γίνει κανονικότητα και «η μαμά σου, η φίλη σου, η γλυκύτατη κοπέλα απ’ απέναντι, το κορίτσι που πέρσι έμενε στη διπλανή σκηνή» είναι πλέον νεκρή.
Η συγγραφέας του Διήγημας (εκδ. Ακυβέρνητες Πολιτείες, 2023) εμμένει στην παιδική ηλικία, αναζητά τις ρίζες της έμφυλης βίας σε παγιωμένες δομές, ξεκινά από τη διάκριση σε «αγοράκι» και «κοριτσάκι» και το συνοδευτικό «τ’ αγόρια είναι σκληρά, τα κορίτσια μαλακά», από την εξοικείωση με τον καταναγκασμό, με το «με το ζόρι». Μας θυμίζει το «εγχειρίδιο» ρουχισμού και συμπεριφοράς που απευθύνεται μόνο σε κορίτσια, το αίσθημα ντροπής και φόβου που κληρονομούμε από μικρές, τα παιδικά τραγούδια και παιχνίδια. Μέσα από την αφήγηση που υιοθετεί την παιδική φωνή και την έμμετρη γραφή, η συγγραφέας μεταβολίζει και ξερνάει το έμφυλο «ποίημα».
Η φωνή, πλέον, κατονομάζει την επιβολή της ανδρικής κυριαρχίας, ενοχλείται με την κραυγή ή τον ψίθυρο των περαστικών που έχουν άποψη για το σώμα της, την υποβίβαση των συναισθημάτων, τους αυτόκλητους προστάτες ή φωστήρες που την καπελώνουν.
Μεγάλο ρόλο στο κοινωνικοταξικό οικοδόμημα που αναπαράγει αυτό το ποίημα διαδραματίζει η παραδοσιακή, «πυρηνική» οικογένεια, με κεφαλή τον πατέρα-πατριάρχη. Οι ανθρωπότυποι της ελληνικής οικογένειας είναι ο Έλληνας πατριάρχης, ακροδεξιός, κρυφοχουντικός, παντός είδους φοβικός, ρατσιστής, επιβλητικός, αξιολογεί και αποτιμά τα πάντα σε χρήμα. Η μάνα, σιωπηρή, ευκαιριακά «τυφλή», χωμένη μέσα στην κουζίνα, ταυτόχρονα η μόνη πηγή φροντίδας, γίνεται «αγωγός» των αξιών του πατέρα. Το αφηγηματικό υποκείμενο, εδώ, αποδομεί αυτές τις καρικατούρες μέσω της μετεώρισης ανάμεσα στην παιδική οπτική και την ενήλικη οργή.
Στο τελευταίο διήγημα, η φωνή έχει ενηλικιωθεί πλήρως, το μόνο κατάλοιπο της παιδικής ηλικίας είναι το «ποιηματάκι» που έχει μετουσιωθεί σε σύνδρομα, όπως του καλού κοριτσιού, της αυτοσυγκράτησης για να μη γίνει δυσάρεστη, της ενοχικότητας. Η φωνή, πλέον, κατονομάζει την επιβολή της ανδρικής κυριαρχίας, ενοχλείται με την κραυγή ή τον ψίθυρο των περαστικών που έχουν άποψη για το σώμα της, την υποβίβαση των συναισθημάτων, τους αυτόκλητους προστάτες ή φωστήρες που την καπελώνουν.
Όλες μας του Λύο Καλοβυρνά
Στο τελευταίο βιβλίο του, που φέρει τον υπότιτλο μυθιστόρημα και είναι ταυτόχρονα ένα αντιπατριαρχικό μανιφέστο αυτομυθοπλασίας, ο Λύο Καλοβυρνάς μας συστήνει την οικογένεια Δέντε, τα θηλυκά μέλη της οποίας, αν και αποξενωμένα, έρχονται κοντά με αφορμή ένα τροχαίο ατύχημα. Σύντομα, οι τρεις αδερφές Δέντε θα μάθουν από τη μητέρα και θεία τους ότι αυτές, όπως και οι προγόνισσές τους, μπορούν μέσω μιας «μαγικής» μητρογονικής ικανότητας να παρέμβουν σε περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας και να προλάβουν κάποιες γυναικοκτονίες.
Μπορεί η ενάσκηση αυτής της ικανότητας να σκιαγραφείται με όρους μαγικού ρεαλισμού ή φεμινιστικής δυστοπίας, όμως ο συγγραφέας εμπλέκει τις αναγνώστριες στη δεδομένη κοινωνικοπολιτική συνθήκη. Μεταφέροντας το συλλογικό πένθος στο χαρτί, έναντι τίτλων κεφαλαίου, ο Καλοβυρνάς στο Όλες μας (εκδ. Gutenberg, 2023) παραθέτει τα ονόματα προσφάτως δολοφονημένων γυναικών στη χώρα μας, τις ηλικίες θανάτου τους και τον τόπο/ημερομηνία δολοφονίας τους (π.χ. Γαρυφαλλιά, 26 χρόνων 16 Ιουλίου 2021, Φολέγανδρος). Πέρα από την απότιση φόρου τιμής στις «πεσούσες», ένας όρος που διόλου τυχαία παραπέμπει σε πόλεμο, αυτά τα ονόματα λειτουργούν σαν εμπόδια στην γραμμική ροή της πλοκής, διαρρηγνύουν την ομαλότητά της, ακριβώς όπως στις ζωές μας διαρρηγνύεται η αίσθηση ασφάλειας και κανονικότητας με το άκουσμα μιας ακόμα γυναικοκτονίας.
Καμία δεν μπορεί να ασκήσει τη δύναμή της μόνη της, έχουν ανάγκη η μία την άλλη. Ο δεσμός που τις δένει ξεπερνά τα όρια της εξ αίματος συγγένειας και δημιουργεί έναν κύκλο αδελφοσύνης στον οποίο μετέχουμε κι εμείς νοητά.
Στο πλαίσιο της αυτοδίκαιης αποκατάστασης της δικαιοσύνης, όπως είναι αναμενόμενο, εγείρονται και ηθικά ερωτήματα. Έχει την ίδια αξία η ζωή ενός κακοποιητή με την ζωή μιας κακοποιημένης; Χαίρουν της ίδιας (νομικής) προστασίας; Η φιλελεύθερη δημοκρατία έχει απαντήσει προ πολλού σε αυτά τα ερωτήματα, όμως εν μέσω μιας περιόδου αμφισβήτησης της απόδοσης της δικαιοσύνης, η έστω μυθοπλαστική τιμωρία των «κακών» είναι λυτρωτική. Το ίδιο πλαίσιο παράγει πρόσφορο έδαφος για να συζητηθεί και το θέμα της ευθύνης και τα όρια αυτής, μολονότι ο συγγραφέας εστιάζει περισσότερο στον θυμό και τις εκφάνσεις του.
Το «Όλες μας» του τίτλου, άλλωστε, είναι συμπεριληπτικό, και αγκαλιάζει θηλυκότητες αλλά και αρρενωπότητες μη εξοικειωμένες με τον «ανδρισμό» τους.
Για τον Καλοβυρνά, η έμφυλη βία είναι εξίσου παλιά με το θηλυκό βιολογικό φύλο, το ίδιο όμως ισχύει και για την αντίσταση που μπορεί να προταχθεί συλλογικά. Έτσι, δημιουργεί δύο σύμβολα αντίστασης που διατρέχουν το βιβλίο υπόκωφα. Το πρώτο είναι το φεμινιστικό σύμβολο της διαγενεακής μαγείας. Το δεύτερο και ισχυρότερο σύμβολο είναι αυτό της φεμινιστικής αλληλεγγύης. Οι δυνάμεις των αδερφών Δέντε είναι διαφορετικές αλλά και παραπληρωματικές. Καμία δεν μπορεί να ασκήσει τη δύναμή της μόνη της, έχουν ανάγκη η μία την άλλη. Ο δεσμός που τις δένει ξεπερνά τα όρια της εξ αίματος συγγένειας και δημιουργεί έναν κύκλο αδελφοσύνης στον οποίο μετέχουμε κι εμείς νοητά. Το «Όλες μας» του τίτλου, άλλωστε, είναι συμπεριληπτικό, και αγκαλιάζει θηλυκότητες αλλά και αρρενωπότητες μη εξοικειωμένες με τον «ανδρισμό» τους.
Η φωνή της (συλλογικό)
Η ανθολογία ιστοριών Η Φωνή της (εκδ. Καστανιώτη, 2023)είναι η φυσική συνέχεια της ίδρυσης του δικτύου «Γυναίκες Συγγραφείς κατά της Εμφυλης Βίας και των Γυναικοκτονιών – Η Φωνή Της» το 2021. Σχεδόν διακόσιες γυναίκες λογοτέχνες, εν μέσω καραντίνας και λίγο πριν ξεσπάσει το ελληνικό #metoo ενώθηκαν με σκοπό να διεκδικήσουν την αναγνώριση της γυναικοκτονίας ως ξεχωριστού ποινικού αδικήματος με έμφυλο πρόσημο και κατ’ επέκταση να ευαισθητοποιήσουν το κοινό για ζητήματα έμφυλης βίας.
Δύο χρόνια μετά, πενήντα τρεις εξ αυτών, και συγκεκριμένα οι πεζογράφοι, συνέγραψαν διηγήματα που περιστρέφονται γύρω από περιστατικά έμφυλης βίας, φωτίζουν αθέατες όψεις της καταπίεσης και παρακολουθούν τις ρίζες του μισογυνισμού. Οι ιστορίες καταπιάνονται με ένα εύρος εμπειριών, αναπαριστούν περιστατικά σεξουαλικής, σωματικής και ψυχολογικής βίας, ενώ κάποιες περιγράφουν γλαφυρά σκηνικά γυναικοκτονίας.
Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεωγραφικό εύρος διάδρασης των ιστοριών, από χωριά μέχρι μεγαλουπόλεις, που αποδομεί την προκατάληψη ότι ο επαρχιωτικός σκοταδισμός είναι ο μόνος που γεννά την έμφυλη βία.
Πολλές, ωστόσο, εστιάζουν σε έμφυλες καταπιέσεις επιβεβλημένες από την οικογένεια και άλλους θεσμούς που φτάνουν να βιώνονται σωματικά και ψυχικά σαν μια υπόρρητη μορφή βίας. Ορισμένες εστιάζουν σε ανομολόγητες πτυχές της γυναικείας εμπειρίας. Σε πάνω από δύο ιστορίες, για παράδειγμα, η εξιδανίκευση της εγκυμοσύνης ως «η πιο αξέχαστη εμπειρία» αποκαθηλώνεται, όταν ο ιατρικός ή οικογενειακός πατερναλισμός επιβάλλει συγκεκριμένες συμπεριφορές.
Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεωγραφικό εύρος διάδρασης των ιστοριών, από χωριά μέχρι μεγαλουπόλεις, που αποδομεί την προκατάληψη ότι ο επαρχιωτικός σκοταδισμός είναι ο μόνος που γεννά την έμφυλη βία. Μέσα σε ένα εύρος αφηγηματικών «φωνών» (κοριτσάκια, ενήλικες, μεσήλικες), κάποιες ιστορίες υιοθετούν και την ανδρική οπτική ματιά. Σε αυτές τις ιστορίες η δικαιολόγηση των βίαιων πράξεων γίνεται με άγνοια του μισογυνισμού, σχεδόν άγνοια του αδίκου. Η βία είναι γι’ αυτούς νομοτέλεια και απόδοση δικαιοσύνης, στεναχωριούνται που θα στερηθούν το αντικείμενο του πόθου τους και όχι για τις ίδιες ή για την ορφάνια των παιδιών τους.
*Η ΦΑΝΗ ΧΑΤΖΗ είναι μεταφράστρια, απόφοιτος του Μεταπτυχιακού Προγράμματος Αγγλικών και Αμερικανικών Σπουδών.