Τη χρονιά που έρχεται, το εικονογραφημένο βιβλίο Το δέντρο που έδινε (μτφρ. Άγγελος Αγγελίδης – Μαρία Αγγελίδου) του Σελ Σίλβερσταϊν θα συμπληρώσει εξήντα χρόνια αδιάκοπης εκδοτικής παρουσίας, εκατομμυρίων πωλήσεων, εκατομμυρίων αναγνώσεων και αμέτρητων ερωτημάτων για το κρυφό νόημα της ποιητικής ιστορίας με ήρωα ένα αγόρι που διαγράφει τον κύκλο της ζωής έχοντας ένα δέντρο ως συμπαραστάτη και αρωγό του.
(…) ένα βιβλίο «για ένα αγόρι και ένα δέντρο. Και έχει αρκετά λυπητερό τέλος. Είναι η σχέση δυο ανθρώπων· ο ένας δίνει ο άλλος παίρνει».
Πρωτοεκδόθηκε το 1964 και, κατά τον δημιουργό του που αρχικά δυσκολεύτηκε να βρει εκδότη εξαιτίας του τέλους της ιστορίας, είναι ένα βιβλίο «για ένα αγόρι και ένα δέντρο. Και έχει αρκετά λυπητερό τέλος. Είναι η σχέση δυο ανθρώπων· ο ένας δίνει, ο άλλος παίρνει». Πολλοί μελετητές του έργου του Σίλβερσταϊν λένε ότι πρέπει να αρκεστούμε σε αυτή την περιγραφική προσέγγιση και να αφεθεί ο καθένας μας να αναζητά το προσωπικό του νόημα αφουγκραζόμενος την ψυχική κατάσταση των πρωταγωνιστών.
Ένα δέντρο γένους θηλυκού κι ένα αγόρι που ξέρει μόνο να ζητά
Ένα δέντρο, λοιπόν, το δέντρο του τίτλου, έχει τον ρόλο εκείνου που δίνει, και μάλιστα ο Σίλβερσταϊν έχει φροντίσει να προσδιορίσει και το φύλο του: Το δέντρο είναι γένους θηλυκού – μια μάνα, μια τροφός, μια φίλη, η ίδια η φύση, μια συμπαραστάτρια στον αγώνα της ζωής που προκειμένου να συνεχίσει να δίνει δεν σταματά να εξελίσσεται και να προσαρμόζεται ανάλογα με τις ανάγκες του αγοριού, που γίνεται άντρας και τελικά ηλικιωμένος. Κάνοντας, ενδεχομένως, μια βιβλική αναφορά, το δέντρο είναι μια μηλιά.
Στη νέα του μετάφραση στα ελληνικά –με την έγνοια της συμπερίληψης, υποθέτουμε–, η αγγλική λέξη boy αποδίδεται με τη λέξη παιδί, που έχει βέβαια μια ευρύτερη απεύθυνση, ενώ το δέντρο ονοματίζεται ως Μηλιά (με κεφαλαίο), όπως και στη μετάφραση της πρώτης έκδοσης του βιβλίου (1998, εκδ. Δωρικός, εξαντλημένο), για να τονίζεται το θηλυκό γένος:
Once there was a tree….
and she loved a little boy.
Ήταν μια φορά μια Μηλιά….
που αγαπούσε ένα παιδάκι· πολύ.
Το αγόρι της ιστορίας παραμένει παιδί για τη μηλιά, η οποία με μητρική δοτικότητα το φροντίζει μέχρι τέλους. Του προσφέρει ασφάλεια, προστασία, ίσκιο για να ξαποστάσει και να κουρνιάξει, τα κλαριά και το φύλλωμά της για να παίξει, τον κορμό της για να χαράξει τα μυστικά του, τα μήλα της για να χορτάσει την πείνα του, αλλά και για να τα πουλήσει και να βγάλει χρήματα. Του δίνει τους καρπούς της, του δίνει τα μέλη της για να οικοδομήσει το σπιτικό του, για να ταξιδέψει σε νέες θάλασσες, για να ξαποστάσει ατενίζοντας το τέλος του κύκλου της ζωής. Το αγόρι μεγαλώνει, χάνει την παιδικότητά του, ξεχνά (ή ίσως δεν μαθαίνει ποτέ) να προσφέρει και βολεύεται μόνο με το να ζητά. Η μηλιά, από την άλλη, θυσιάζει την ίδια της την υπόσταση, υιοθετώντας μια στάση ζωής που δεν νοείται χωρίς προσφορά.
Είναι όμως πράγματι μια σχέση μονόδρομη; Η μηλιά, αν και απομένει κομμένο κούτσουρο στο τέλος, έχοντας δώσει τα πάντα στο αγόρι, παίρνει χαρά επειδή εξακολουθεί και μπορεί να δίνει. Δεν είναι τυχαίο ότι στις Ηνωμένες Πολιτείες το βιβλίο έχει χρησιμοποιηθεί κατά κόρον σε κατηχητικά σχολεία ως μια παραβολή για την αξία της προσφοράς, για την ευγνωμοσύνη και την ανιδιοτελή αγάπη. Πολύ μεταγενέστερα από την πρώτη κυκλοφορία του, το βιβλίο διαβάστηκε ως μια αφήγηση που δίνει αξία στον ατομικισμό, περιορίζοντας ίσως τη θέση της γυναίκας στον ρόλο της δοτικής μητέρας, ακόμα και ως αφήγηση που αναδεικνύει την κατασπατάληση των φυσικών πόρων χωρίς να την κριτικάρει, ενώ για το αγόρι έχει υποστηριχθεί ότι αν μηλιά του έλεγε και μερικά «όχι» θα το είχε διαπαιδαγωγήσει καλύτερα ώστε να γίνει ένας υπεύθυνος πολίτης και όχι ένα εγωκεντρικό άτομο που μονάχα ζητά. Οι κριτικές αυτές, βέβαια, είναι απλοϊκές και παραβλέπουν, μεταξύ άλλων, ότι το δέντρο ολοκληρώνεται και κατακτά την ευτυχία μέσα από αυτή τη στάση απόλυτης προσφοράς. Άλλωστε, η καταληκτική φράση του βιβλίου είναι: «Και της Μηλιάς χάρηκε η καρδιά της [And the tree was happy]».
Είναι μια ιστορία γραμμική: ξεκινά στην εποχή της αθωότητας και καταλήγει στην εποχή της ματαίωσης, περνώντας από όλα τα στάδια της ζωής.
Αυτά λοιπόν που προσάπτονται στο ποιητικό κείμενο του Σίλβερσταϊν μπορούν να αντιστραφούν και να ιδωθούν ως προτερήματα. Είναι μια ιστορία γραμμική: ξεκινά στην εποχή της αθωότητας και καταλήγει στην εποχή της φθοράς και της ματαίωσης, περνώντας από όλα τα στάδια της ζωής. Το κάθε παιδί – αναγνώστης θα παρακολουθήσει τη διαδρομή του αγοριού ως μια υπενθύμιση για την ανεξάντλητη δοτικότητα της φύσης και των ανθρώπων που αγαπούν απροϋπόθετα.
Σχεδιαστικά, ο Σίλβερσταϊν έφτιαξε ένα σκίτσο χωρίς χρώμα, λιτό και ταυτόχρονα γεμάτο κίνηση, όπου η λυγερή μηλιά με το πλούσιο φύλλωμα αποτυπώνεται αιθέρια, αγέρωχη, καρπερή και τολμηρή – ακόμα κι όταν έχει επιτρέψει στο αγόρι (παιδί, ενήλικα, ηλικιωμένο) να την πελεκήσει απομένοντας ένα κούτσουρο. Ο Σίλβερσταϊν ήταν ένας ποιητής που αποτύπωσε μεγάλα συναισθήματα και βαθιές σκέψεις με τον πιο λιτό τρόπο.
Στη νέα σκληρόδετη έκδοσή του από τις εκδόσεις Διόπτρα, που κυκλοφόρησε ταυτόχρονα με ένα άλλο πολύ επιτυχημένο βιβλίο του, το παιγνιώδες και διασκεδαστικό Ποιος θέλει έναν φτηνό ρινόκερο; (μτφρ. Άγγελος Αγγελίδης – Μαρία Αγγελίδου, εκδ. Διόπτρα), το βιβλίο του Σίλβερσταϊν προσφέρεται για να συνοδεύσει αναγνώστες κάθε ηλικίας σε ένα φιλοσοφικό και συγκινητικό ταξίδι.
“A boy named Shel”
Επί πολλά χρόνια η φήμη που συνόδευε τον δημιουργό του πολυδιαβασμένου εικονογραφημένου βιβλίου Το δέντρο που έδινε (1964) ήταν ότι δεν επιθυμούσε να γίνει γνωστή καμία πληροφορία για τον ίδιο. Σε δημοσίευμα, το μακρινό 1981, στο ένθετο βιβλίων των New York Times, Book Review, αναφερόταν ότι ο Σίλβερσταϊν «αρνιόταν τις συνεντεύξεις και είχε ζητήσει από τους εκδότες του να μην δημοσιοποιούν βιογραφικά του στοιχεία».
Από τότε, μέχρι τον θάνατό του από καρδιακή ανακοπή το 1999 σε ηλικία 68 ετών, τα πράγματα δεν άλλαξαν ως προς τη δημόσια εικόνα του. Οι πωλήσεις του εικονογραφημένου βιβλίου του όμως με το χαρακτηριστικό πράσινο εξώφυλλο με το υπερμεγέθες δέντρο και το μικροσκοπικό αγοράκι που περιμένει να πιάσει το κατακόκκινο μήλο συνέχιζαν την ανοδική πορεία τους. Προ δεκαετίας, το 2014, στη συμπλήρωση μισού αιώνα από την κυκλοφορία του βιβλίου, οι πωλήσεις του παγκοσμίως είχαν ξεπεράσει τα 10 εκατ. αντίτυπα, σύμφωνα με το Publisher’s Weekly.
Ο Σέλντον Άλαν Σίλβερσταϊν γεννήθηκε στο Σικάγο το 1930, στην εβραϊκή οικογένεια του Νέιθαν Σίλβερσταϊν, μετανάστη από τη Ρωσία, και της Χέλεν Μπάλκανι, γεννημένης στο Ιλινόις από γονείς Εβραίους μετανάστες από την Ουγγαρία. Μεγάλωσε στον απόηχο της μεγάλης ύφεσης με στερήσεις και πίεση από τον πατέρα του να αναλάβει την οικογενειακή επιχείρηση, έναν φούρνο που δεν τα πήγαινε και τόσο καλά. Ο ίδιος, παιδί που δύσκολα συγκεντρωνόταν και μάλλον δυσλεκτικό, δεν τα κατάφερνε καλά στο σχολείο ενώ δεν μπόρεσε να ολοκληρώσει τις σπουδές του στο πανεπιστήμιο.
Σε μια σπάνια συνέντευξή του, το 1975 στον εκδότη του Publisher’s Weekly, Jean F. Mercier, είχε μιλήσει για το πώς ξεκίνησε να ασχολείται με το σχέδιο και τη γραφή: «Όταν ήμουν παιδί, στα 12 με 14, θα προτιμούσα να ήμουν πολύ καλός παίκτης του μπέιζμπολ ή να είχα επιτυχίες με τα κορίτσια. Αλλά δεν έπαιζα μπάλα, ούτε ήξερα να χορεύω… Έτσι, άρχισα να σχεδιάζω και να γράφω. Ήταν τύχη που δεν είχα κάποιον να αντιγράψω, να με εντυπωσιάσει. Ανέπτυξα το δικό μου στυλ. Δημιουργούσα πριν μάθω καν την ύπαρξη των Θέρμπερ, Μπέντσλεϊ, Πράις και Στάινμπεργκ (σ.σ. διάσημοι Αμερικανοί σκιτσογράφοι του πρώτου μισού του 20ου αιώνα). Μέχρι τα 30 μου, δεν γνώριζα τη δουλειά τους».
«Να έχεις ένα άνετο ζευγάρι παπούτσια και την ελευθερία να φεύγεις. Αυτά είναι τα δύο πιο σημαντικά πράγματα στη ζωή».
Στο ξεκίνημα της πορείας του, το ενδιαφέρον του δεν στρεφόταν καθόλου προς τα παιδιά. Το αντίθετο. Τι ήταν αυτό που τον έκανε να δημιουγήσει βιβλία για παιδιά;
«Δεν ήταν ποτέ στα σχέδιά μου να γράψω ή να σχεδιάσω για παιδιά. Ήταν ο καλός μου φίλος, Τόμι Ούνγκερερ, που επέμεινε… στην ουσία με υποχρέωσε βάζοντάς μου τις φωνές να πάω στο γραφείο της εκδότριάς μου, της (σ.σ. πολύ επιδραστικής) Ούρσουλα Νόρντστρομ. Εκείνη με έπεισε ότι ο Τόμι είχε δίκιο. Μπορούσα να φτιάξω βιβλία για παιδιά».
Στην πολύ ενδιαφέρουσα βιογραφία του Σίλβερσταϊν (“A boy named Shel”, Lisa Rogak) φωτίζεται ο τρόπος με τον οποίο έβλεπε τα παιδιά: «Ένα παιδί που είναι μικρό κι ασήμαντο, φοβάται ούτως ή άλλως τόσο πολύ. Κι ο E. B. White (σ.σ. ο συγγραφέας των “Ποντικομικρούλης” και “Σάρλοτ η αραχνούλα”) τι πάει και τους δίνει; Ένα ποντίκι που φοβάται μην το ρουφήξει το καζανάκι ή μην πιαστεί στο παντζούρι, ή μια αράχνη που σε λίγο θα πεθάνει;»
Τελικά, ο Σίλβερσταϊν δημιούργησε βιβλία για παιδιά, ασχολήθηκε με τη συγγραφή, την ποίηση, τη δημιουργία κινουμένων σχεδίων, το θέατρο και τη σύνθεση μουσικής (έδωσε σπουδαία τραγούδια σε άλλους, όπως το πασίγνωστο A boy named Sue στον Τζόνι Κας, ενώ άλλα χρησιμοποιήθηκαν σε τηλεοπτικές σειρές και ταινίες).
Παραγωγικός, εμπνευσμένος, σε διαρκή κίνηση, ζούσε έντονα και διονυσιακά μέχρι την εποχή που η κόρη του πέθανε σε ηλικία μόλις 11 ετών από ανεύρυσμα εγκεφάλου. Αποτραβήχτηκε, απέκτησε ακόμη ένα παιδί, τον Μάθιου, και συνέχισε να δημιουργεί προς όλες τις κατευθύνσεις.
Ο Σελ Σίλβερσταϊν, ένα κεφάλαιο από μόνος στην ιστορία του βιβλίου, θα θυμίζει πάντα με το έργο του στους αναγνώστες του τη φιλοσοφία του: «Να έχεις ένα άνετο ζευγάρι παπούτσια και την ελευθερία να φεύγεις. Αυτά είναι τα δύο πιο σημαντικά πράγματα στη ζωή».
* Η ΕΛΕΝΗ ΚΟΡΟΒΗΛΑ είναι δημοσιογράφος.