Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Τον γνωρίζαμε από τα καίρια και ουσιαστικά ρεπορτάζ του «Reporters United». Ο Θοδωρής Χονδρόγιαννος με το αυτοβιογραφικό του βιβλίο Στη χώρα του Χωσέ – Το κωμικοτραγικό ημερολόγιο ενός φαντάρου στον ελληνικό στρατό, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Key Books, μας δείχνει ότι Ελληνικός Στρατός και παράλογο συμβαδίζουν μέχρι σήμερα.
Ο Θοδωρής Χονδρόγιαννος μας μίλησε για την «καθαρτική, εξομολογητική δύναμη» του γραψίματος, τις επιρροές του και τις συγγραφικές του συνήθειες.
Με ποια λόγια θα συστήνατε το βιβλίο σας σε κάποιον που δεν γνωρίζει τίποτε για σας ή που πιθανώς σας γνωρίζει μέσα από τα ρεπορτάζ ερευνητικής δημοσιογραφίας;
Το βιβλίο Στη χώρα του Χωσέ (εκδ. Key Books) αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο τα ζόρια του φαντάρου στη θητεία. Και στηλιτεύει τα κακώς κείμενα του στρατιωτικού κατεστημένου.
Οι λέξεις του άρχισαν δειλά δειλά ν’ απλώνονται στα τεφτέρια μου την άνοιξη του 2021, όταν πήρα στα χέρια μου το χαρτί του στρατού. Ήταν, λέει, η δική μου ώρα να το ρίξω στις σκοπιές και τις βλαστήμιες. Για χάρη της πατρίδας. Κατάταξη, λοιπόν, στη Θ(λ)ήβα. Κι έπειτα αποστολή στη Χίο και τις Οινούσσες. Στην ανατολική πινέζα του χάρτη. Στο χείλος του Αιγαίου.
Ο αναγκαστικός και αιφνίδιος αποχωρισμός της ελεύθερης ζωής μου με έφερε μπροστά σε μια έντονη ψυχική δοκιμασία. Ξαφνικά, έπρεπε να μάθω να μην είμαι εγώ. Να μη ζω τη ζωή μου, αλλά τη ζωή κάποιου άλλου. Πλάι σ’ άλλα φαντάσματα σε παραλλαγή. Χωρίς τη δουλειά μου, τα πάθη μου, τις σκοτούρες μου, τις γάτες μου. Όλα στον πάγο. Το δράμα του νεοσύλλεκτου.
Το άπλωμα των λέξεων έγινε ο δικός μου τρόπος να καταγράψω όσα στραβά βίωσα σε βάρος των φαντάρων και του τόπου.
Το μόνο που γλίτωσε απ’ τον πολιτικό μου βίο ήταν το γράψιμο. Κι αυτό –μέσα απ’ την καθαρτική, εξομολογητική του δύναμη– γλίτωσε εμένα. Έγινε ο δικός μου τρόπος να επιβιώσω απ’ την ταλαίπα της θητείας: το μάντρωμα, τη στέρηση της σάρκας, το γερμανικό, την αϋπνία, τους στρατόκαυλους αξιωματικούς, την οιονεί ανυπαρξία ενός νεκρού πολίτη που στωικά καρτερεί τη νεκρανάστασή του. Το άπλωμα των λέξεων έγινε ο δικός μου τρόπος να καταγράψω όσα στραβά βίωσα σε βάρος των φαντάρων και του τόπου: τη βυσματοκρατία, τα τρελόχαρτα, την κακή εκπαίδευση, τη μόλυνση του περιβάλλοντος, τις καταγγελίες για επαναπροωθήσεις προσφύγων, την ομοφοβία, τον σεξισμό, την έχθρα απέναντι σε ό,τι αποσκιρτά απ’ το συντηρητικό τοτέμ του λευκού στρέιτ χριστιανού ορθόδοξου Έλληνα.
Όταν με τα πολλά έφτασε η ώρα να το κόψω για την ευχή της Παναγίας, με το απολυτήριο στα χέρια και τα όνειρα αμολημένα, έπιασα να ξεσκαρτάρω τις καλικατζούρες απ’ τις σελίδες του ημερολογίου μου. Να τις κάνω μια διαβαστερή αφήγηση της περιπέτειας ενός άσημου πεζικάριου, παγιδευμένου στην ακατάπαυστη εναλλαγή μεταξύ του κωμικού και του τραγικού που επιφυλάσσει στα τέκνα της πατρίδας ο ελληνικός στρατός. Τ’ απόσταγμα απ’ αυτό το ξεσκαρτάρισμα είναι οι περιπέτειες Στη χώρα του Χωσέ.
Το βιβλίο συνοδεύεται από ένα εκτενές γλωσσάρι, που εξηγεί όσες λέξεις χρησιμοποιεί ο αφηγητής απ’ την αργκό της θητείας, καθώς το πόνημα δεν απευθύνεται μόνο σ’ όσους απολύθηκαν ή πρόκειται να καταταγούν, αλλά και σε όσες κι όσους θέλουν να γνωρίσουν από μέσα το σύμπαν του στρατού. Κοσμείται, επίσης, από ένα επίμετρο του συγγραφέα Χριστόφορου Κάσδαγλη, δημιουργού του διάσημου φανταρικού βιβλίου Απολύομαι και Τρελαίνομαι (εκδ. Καστανιώτη) και της εξίσου δημοφιλούς στήλης «Φαντάρε πού πας;» στην Ελευθεροτυπία.
Τι απαντάτε σε όσους θα πουν: ακόμη ένας συγγραφέας; Τι το καινούργιο φέρνει;
Δεν είναι κακό –ίσα ίσα, μού φαίνεται δείγμα ωριμότητας και ταπεινότητας– να έχει κανείς στο πίσω μέρος του μυαλού του ότι στο τέλος μπορεί να μην κομίσει τίποτα καινούργιο ως συγγραφέας. Στο βάθος των αιώνων, άλλωστε, έχουν ήδη γραφτεί αριστουργήματα για όσα μικρά και μεγάλα τρώνε την ανθρώπινη ψυχή.
Τα παραπάνω ισχύουν και για την εν ευρεία εννοία στρατιωτική λογοτεχνία, τη γραμματεία που προσεγγίζει τον στρατιωτικό βίο σε καιρό πολέμου ή ειρήνης. Αν το καλοσκεφτούμε, από μία μάλλον αυστηρή άποψη θα μπορούσαμε να πούμε ότι η Ιλιάδα του Ομήρου αρκεί και περισσεύει για να μεταλάβουμε τη σημασία όσων βασανίζουν τους ανθρώπους στην κόψη μεταξύ της ευλογίας της ειρήνης και των δεινών του πολέμου: Η κοινή μοίρα του θανάτου (ακόμα και για τους ημίθεους). Η (δημιουργική μα συνάμα καταστροφική) δύναμη του έρωτα. Το ατσάλι της φιλίας. Το αναπόφευκτο της προσωπικής θυσίας στον βωμό των αξιών και της τιμής. Το περατό του ανθρώπινου μπροστά στο θεϊκό.
Ωστόσο, η διάσωση της Ιλιάδας δεν απέτρεψε –ευτυχώς– τη μετέπειτα συγγραφή μεγάλων κειμένων, μυθιστορημάτων, διηγημάτων και ποιημάτων, τα οποία αφηγήθηκαν τον στρατιωτικό βίο σε περιόδους ειρήνης (ενδεικτικά μεταξύ αυτών: Ανώνυμος, Νίκος Κάσδαγλης, Χριστόφορος Κάσδαγλης, Διονύσης Χαριτόπουλος) ή σκληρών συρράξεων (ενδεικτικά, μεταξύ αυτών: Στράτης Μυριβήλης, Ηλίας Βενέζης, Κώστας Καρυωτάκης, Στρατής Δούκας, Οδυσσέας Ελύτης).
Υπό το βάρος της παραπάνω πλούσιας και μάλλον ανυπέρβλητης συγγραφικής παραγωγής, θα μπορούσε κανείς να μου χτυπήσει φιλικά την πλάτη και να με συμβουλέψει: «Δεν χρειαζόμαστε άλλο ένα βιβλίο για τη ζωή στον στρατό».
Τελικά, το ερώτημα θ’ απαντηθεί απ’ τις αναγνώστριες και τους αναγνώστες. Μέχρι τότε, όμως, προς υποστήριξή μου θα πω ότι η δική μου ταπεινή συμβολή στα πονήματα για τον στρατό περιορίζεται σε μια μικρή φιλοδοξία: ν’ αποτυπώσει ρεαλιστικά τι είναι σήμερα αυτό που αποκαλούμε φανταρικό. Και ν’ απαντήσει στα ερωτήματα: Πώς άλλαξε, πώς έχει αποκρυσταλλωθεί το βίωμα της θητείας κατά τις πρώτες δεκαετίες του 21ου αιώνα, μια περίοδο που ζούμε ειρηνικά αλλά ρίχνουμε λοξές ματιές στα σενάρια μιας απευκταίας καθόδου στην κόλαση με τους προαιώνους γείτονές μας; Πώς σκιαγραφείται στις μέρες μας ο φαντάρος ως βασικός (λαϊκός) ήρωας της θητείας; Πώς μεταβλήθηκε ο στρατιώτης και η υπηρεσία του απ’ τη Στρατιωτική Ζωή Εν Ελλάδι του Ανώνυμου; Απ’ τους Κεκαρμένους του Νίκου Κάσδαγλη και απ’ το Απολύομαι και Τρελαίνομαι του ανιψιού του Χριστόφορου Κάσδαγλη; Απ’ τις Πρόβες Πολέμου του Διονύση Χαριτόπουλου;
Υπό το βάρος της παραπάνω πλούσιας και μάλλον ανυπέρβλητης συγγραφικής παραγωγής, θα μπορούσε κανείς να μου χτυπήσει φιλικά την πλάτη και να με συμβουλέψει: «Δεν χρειαζόμαστε άλλο ένα βιβλίο για τη ζωή στον στρατό».
Η συζήτηση που ανοίγουν αυτά τα ερωτήματα έχει πολλά να πει. Την ώρα που η θητεία έχει καταργηθεί σε πολλές χώρες, ο Έλληνας φαντάρος συνεχίζει να επιβιώνει κάτι σαν προστατευόμενο είδος της ντόπιας πανίδας. Όμως, έχει κι αυτός αλλάξει. Φαίνεται πιο ευαίσθητος απέναντι σε ζητήματα που απασχολούν την κοινωνία, όπως είναι ο σεβασμός απέναντι στη σεξουαλικότητα και τη θρησκευτική πίστη, η απόρριψη πρακτικών που παραβιάζουν το προσφυγικό δίκαιο στην παραμεθόριο, η προστασία του περιβάλλοντος. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι έγνοιες του σύγχρονου φαντάρου πλάθουν την ιδέα ενός νέου, συμπεριληπτικού πατριωτισμού. Σύμφωνα με αυτόν, πατριωτικό για έναν στρατό και ένα κράτος είναι ν’ αγκαλιάζουν με την ίδια θέρμη όλα τα παιδιά τους, είτε είναι μουσουλμάνοι, είτε χριστιανοί, είτε γκέι, είτε στρέιτ, είτε ό,τι άλλο τραβάει η ψυχή τους. Αφενός γιατί αυτό επιβάλλει η επιταγή της ισότητας. Αφετέρου γιατί έτσι όλα τα παιδιά αυτού του τόπου θα νιώσουν ασφαλέστερα, ουσιαστικά μέρη μιας κοινωνίας, και θ’ αναπτύξουν περισσότερο τις ικανότητές τους. Εντός και εκτός στρατού. Για τους ίδιους. Μα, τελικά, προς όφελος και της πατρίδας.
Αυτή τη συζήτηση φιλοδοξεί ν’ ανοίξει η Χώρα του Χωσέ. Ως μια τόση δα ψηφίδα στο πλουσιότατο ψηφιδωτό της χακί λογοτεχνίας.
Πείτε μας δυο λόγια για το νεότευκτο «συγγραφικό σας εργαστήρι».
Η μέθοδος συγγραφής μου, αν υπήρξε τέτοια, βασίστηκε στην ανάγκη. Την εσωτερική μου ανάγκη να γράψω ως στρατιώτης για τους φανταρικούς καημούς μου. Να παλέψω τη μοναξιά μου. Να εκφράσω –αρχικά στον ίδιο μου τον εαυτό, αργότερα στο αναγνωστικό κοινό– τα βιώματα και τα συναισθήματά μου, τις προσδοκίες και τις στεναχώριες μου, τις μεταπτώσεις με τις οποίες μ’ αντάριαζε η θητεία. Κι η στέρηση που αυτή γεννά. Σ’ ένα σύμπαν συναισθηματικά ευνουχισμένο, που παίρνει χαμπάρι μόνο από γαλόνια και διαταγές. Μέθοδός μου ήταν η φούρια μου να πω ό,τι είχα μέσα μου. Ό,τι πίστευα ότι θα μιλήσει και στο μέσα των άλλων.
Το σπρώξιμο της Ανάγκης είχε ως αποτέλεσμα να βγω απ’ το τάγμα κουβαλώντας στα μπαγκάζια μου χιλιάδες αράδες σε χειρόγραφο. Τότε, καθώς άρχισα ν’ απομακρύνομαι απ’ το (πάντα διογκωμένο στα σωθικά του στρατιώτη) δράμα του φανταρικού, ξεκίνησε κι η πιο νηφάλια προσέγγιση των διηγήσεών μου. Έπιασα λοιπόν να κοσκινίζω τα νοήματα, κρατώντας μόνο όσα μιλούσαν για καημούς που δεν αφορούσαν μόνο εμένα ως στρατιώτη, αλλά τον φαντάρο ως ήρωα στο δράμα της θητείας. Τα νοήματα που αφορούσαν δηλαδή όλους τους φαντάρους. Κι αυτό γιατί, όσο κι αν είναι επώδυνο, ένας γραφιάς πρέπει να έχει πάντα κατά νου ότι δεν γράφει –μόνο– γι’ αυτόν. Γράφει –κυρίως– πέρα απ’ αυτόν. Κι εκεί κρίνονται τελικά τα γραπτά του. Μ’ αυτή τη σκέψη για οδηγό, κατάφερα να μη χαθώ στις λέξεις. Να επικεντρωθώ στα σημαντικά, τα διαχρονικά, τα συλλογικά. Συμπαραστάτης μου σ’ αυτή την προσπάθεια ήταν ο Χριστόφορος Κάσδαγλης, ο οποίος με βοήθησε να απομακρύνω τη φύρα απ’ το καθαρό απόσταγμα. Η συμβολή του ήταν καθοριστική. Ως παλιοσειρά στον στρατό και τη συγγραφή.
Έχουν επηρεάσει άλλες τέχνες –κινηματογράφος, εικαστικά, κόμικς, μουσική κ.ά.– ή η δημοσιογραφία τη συγγραφική σας δουλειά; Αν ναι, με ποιους τρόπους;
Έχω το κουσούρι να θέλω να γράφω σε καθεστώς απόλυτης σιωπής. Αισθάνομαι ότι οποιοδήποτε ερέθισμα εκτός του γραπτού κάνει κακό στο γραπτό. Αποσπά. Θέλω να είμαι μόνο εκεί.
Ωστόσο, πρέπει να ομολογήσω ότι η μουσική ήταν μεγάλη συντροφιά κατά τη συγγραφή της Χώρας του Χωσέ. Με πολλούς τρόπους. Καταρχάς, είναι απ’ τα λίγα πράγματα που παίρνεις μαζί σου στη θητεία. Τραγούδια –στη ζούλα–, ενώ κάνεις περίπολο στο φυλάκιο το ξημέρωμα, χάρη στο κινητό που σώζει φανταρικές ζωές. Ραδιόφωνο, πάλι ξεχού, στον ασύρματο του παρατηρητηρίου, με παρεμβολές καπεταναίων στις συχνότητες, καθώς ενημερώνουν για τον απόπλου ή τον κατάπλου τους στα λιμάνια γύρω απ’ τις ακριτικές Οινούσσες.
Τραγούδια για να την παλέψεις μακριά απ’ τον έρωτά σου. Τραγούδια για να την παλέψεις απ’ τις συνεχόμενες σκοπιές. Τραγούδια για να καταφέρεις ν’ αποκοιμηθείς στον θάλαμο. Τραγούδια για να ονειρευτείς την ελευθερία σου.
Τίποτα δεν μου θυμίζει τον υποδόριο φόβο απ’ τη μέρα της κατάταξης όσο το «Shivering Soldier» («Τρεμάμενος Στρατιώτης») του Χανς Ζίμμερ απ’ το σάουντρακ της Δουνκέρκης του Κρίστοφερ Νόλαν. Τίποτα δεν μου θυμίζει το ντελίριο της απόλυσης όσο το διάσημο οπερατικό «Largo al factotum» απ’ τον Κουρέα της Σεβίλλης του Τζοακίνο Ροσίνι. Τίποτα δεν μου θυμίζει τον τραγέλαφο απ’ το μπάχαλο του στρατού όσο οι τίτλοι έναρξης απ’ την ταινία Λούφα και Παραλλαγή. Τίποτα δεν μου θυμίζει τη θάλασσα και τη φύση στη Χίο και τις Οινούσσες όσο οι συνθέσεις της Ελένης Καραΐνδρου, που με συντρόφευαν στις εξόδους μου στους μόλους και τις παραλίες των νησιών. Και το Νοσταλγικό της ίδιας συνθέτριας μέχρι σήμερα μου φέρνει στον νου με νοσταλγία τους τόπους που υπηρέτησα. Κι ακόμα χαμογελάω κάθε φορά που ακούω τα κομμάτια του Χατζιδάκι, με τα οποία με νανούριζα φορώντας ακουστικά, για να καλύπτω τη λογοδιάρροια των συφάνταρων απ’ τα γύρω κρεβάτια. Κι ακόμα γελάω, όταν ακούω το ιταλικό ραπ που βάζαμε στη σκοπιά με τον Ελληνοϊταλό φίλο μου, για να χορεύουμε σαν να κατσίκια και να μην μας παίρνει ο ύπνος στην εμπλοκή και το γερμανικό.
Αυτά και πολλά ακόμη τραγούδια τα άκουγα και μετά την απόλυση, κατά τη συγγραφή, για να επανασυστήσω τα συναισθήματα, τις λεπτές αισθήσεις των σκηνών που άπλωνα στο χαρτί. Η μουσική ήταν η δική μου χρονομηχανή. Μετέφερε το μυαλό και την καρδιά μου πίσω στη θητεία. Μου πρόσφερε την ευκαιρία να ξαναζήσω το βίωμα. Στην απόλυτη έντασή του. Με τη συγκίνηση που του έπρεπε για να γίνει γραπτό.
Αυτά και πολλά ακόμη τραγούδια τα άκουγα και μετά την απόλυση, κατά τη συγγραφή, για να επανασυστήσω τα συναισθήματα, τις λεπτές αισθήσεις των σκηνών που άπλωνα στο χαρτί. Η μουσική ήταν η δική μου χρονομηχανή.
Ο κινηματογράφος με βοήθησε μ’ άλλον τρόπο. Μπόλιασε τον νου μου με περισσότερες φανταρικές παραστάσεις. Το χρειαζόμουν. Η συγγραφή αδειάζει το μέσα σου. Γιατί στην πραγματικότητα προσφέρεις το μέσα σου. Σ’ αυτή την άμπωτη, οι ταινίες έγιναν το κύμα που με ξαναγέμιζε. Άλλωστε όσο κι αν φαίνεται αλλόκοτο, όλες οι ταινίες που ψυχογραφούν στρατιώτες μιλούν για το ίδιο πράγμα. Για το πώς λαϊκοί άνθρωποι βιώνουν την κατάταξη και την υπηρεσία που ακολουθεί.
Ακόμη, η ελληνική κινηματογραφική παραγωγή με φόντο τη στρατιωτική ζωή –όπως οι ταινίες Λούφα και Παραλλαγή και Οι Γενναίοι της Σαμοθράκης– με βοήθησε να προσεγγίσω τη θητεία στην ιστορική της προοπτική. Ν’ αντιληφθώ καλύτερα όσα διαχρονικά στοιχεία την καθορίζουν εδώ και δεκαετίες.
Τέλος, η δημοσιογραφία λειτούργησε ως εργαλείο αφαίρεσης του ασήμαντου και ανάδειξης του πραγματικά σημαντικού, που είναι και το δύσκολο. Με το δημοσιογραφικό κριτήριο της ανάδειξης ζητημάτων που αφορούν το δημόσιο συμφέρον, κατόρθωσα να προσεγγίσω και να παρουσιάσω αποτελεσματικότερα τα προβλήματα της θητείας, τόσο αυτά που αφορούν τους φαντάρους όσο και αυτά που αφορούν την αποτελεσματική λειτουργία του στρατού ως δημόσιας υπηρεσίας.
Ο δρόμος προς την έκδοση για τους νέους συγγραφείς συνήθως δεν είναι σπαρμένος με ροδοπέταλα. Ποια είναι η δική σας ιστορία;
Η ερώτηση μού δίνει την ευκαιρία να πω μια ιστορία που μού έμαθε πολλά. Λίγο πριν πάω φαντάρος, ολοκλήρωσα την πρώτη μου συγγραφική προσπάθεια, η οποία αποτελεί λογοτεχνική ανάπτυξη μιας δημοσιογραφικής μου έρευνας. Η ζωή τα έφερε έτσι και τελικά το δεύτερο σε σειρά βιβλίο, αυτό για τον στρατό, βρήκε πιο γρήγορα τον δρόμο του. Σ’ αντίθεση με το πρώτο, που τώρα προχωρά για να βγει κι αυτό στον κόσμο. Η ανυπομονησία μου θα ήθελε το πρώτο να έχει βγει πρώτο. Να είναι ήδη έξω. Όμως, η αναμονή μού έκανε καλό. Ατσάλωσε μέσα μου την επιθυμία μου να γράφω. Ή, ακόμα καλύτερα, τη συνειδητοποίηση μέσα μου της επιθυμίας μου να γράφω. Αν όλα είχαν γίνει με τη σειρά που ήθελα, θα ήταν όλα εύκολα και θα συνέχιζα να γράφω. Τώρα που δεν πήγαν με τη σειρά που ήθελα και παρόλα αυτά συνεχίζω να γράφω, νιώθω πιο σίγουρος ότι τη συγγραφή, το γράψιμο για να το πω απλά, τ’ αγαπάω στ’ αλήθεια. Και με τη φόρα αυτής της σιγουριάς θα πάω και για τα επόμενα. Για όσα αξιωθώ.