Γράφει ο Γιώργος Σιακαντάρης
«Εκ των ημετέρων, εις Γερμανός στρατιώτης, βαρέως τραυματίας», συνταγματάρχης Πεζικού Χρήστος Γερακίνης
Πριν τη Μεταπολίτευση το επίσημο ελληνικό κράτος αποσιωπούσε την ύπαρξη του δωσιλογισμού και των δωσίλογων. Μετά την πτώση της χούντας και κυρίως μετά την αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης, το 1982, η δράση των «γερμανοτσολιάδων» μπήκε σαν ξεχωριστό κομμάτι στο παζλ της Δημόσιας Ιστορίας. Μια σειρά μελετών, στηριγμένων σε Αρχεία και σε απομνημονεύματα δρώντων την περίοδο αυτή ανθρώπων, ανέδειξαν την είσοδο του δωσιλογισμού στην ελληνική κοινωνία όχι το 1943, αλλά αμέσως με την κατάχτηση της χώρας από τα ναζιστικά στρατεύματα. Με την είσοδο όμως στον 21ο αιώνα σε τμήμα της ελληνικής ιστοριογραφίας, την αποκαλούμενη και «αναθεωρητική», άρχισε να πνέει ένας διαφορετικός άνεμος. Σύμφωνα με αυτήν ο δωσιλογισμός ξεκίνησε το 1943 με την ίδρυση των Ταγμάτων Ασφαλείας και ήταν απάντηση στο φόβο από την ενδυνάμωση του ΕΑΜ και του ΚΚΕ. Δηλαδή. τι μας λέει αυτή η ιστοριογραφία; Αν δεν υπήρχε το ΚΚΕ, δεν θα υπήρχε ο δωσιλογισμός; Και τότε πως προέκυψαν οι κατοχικές κυβερνήσεις πριν από την εμφάνιση του ΕΑΜ;
Κύρια πηγή πληροφόρησης όμως του συγγραφέα είναι οι μεταπολεμικές δικογραφίες των λίγων δωσίλογων που κατηγορήθηκαν γι’ αυτή τη συνεργασία και τα πρακτικά των ακόμη λιγότερων δικών που έγιναν. Σ’ αυτές ο δωσιλογισμός «δικαιολογήθηκε» επικαλούμενος την κομμουνιστική απειλή.
Ευτυχώς υπάρχουν ιστορικοί όπως ο Μενέλαος Χαραλαμπίδης. Αυτός κάνοντας δουλειά επίμονου μυρμηγκιού τρύπωσε στα Γενικά Αρχεία του Κράτους, σε προσωπικές συλλογές, σε κρατικά και υπουργικά αρχεία, στα ΑΣΚΙ, στις προσωπικές μαρτυρίες, στα ληξιαρχεία δήμων και κοινοτήτων, στα αρχεία του Ελληνικού Ερυθρού Στρατού, με μόνο σκοτεινό σημείο την απαγόρευση πρόσβασης στο Αρχείο του Υπουργείου Εσωτερικών, και ανέσυρε στην επιφάνεια μια σειρά στοιχείων που αποδεικνύουν πως ο δωσιλογισμός έκανε την εμφάνισή του από την πρώτη μέρα της κατοχής της Αθήνας και της χώρας και συνεχίστηκε μέχρι την αποχώρηση των Γερμανών.
Κύρια πηγή πληροφόρησης όμως του συγγραφέα είναι οι μεταπολεμικές δικογραφίες των λίγων δωσίλογων που κατηγορήθηκαν γι’ αυτή τη συνεργασία και τα πρακτικά των ακόμη λιγότερων δικών που έγιναν. Σ’ αυτές ο δωσιλογισμός «δικαιολογήθηκε» επικαλούμενος την κομμουνιστική απειλή. Μάρτυρες υπεράσπισης των δωσίλογων έγιναν άλλοι δωσίλογοι. Όποιοι εξ αυτών είχαν την ατυχία να καταδικαστούν το 1945, πριν από τον Εμφύλιο, σε σχετικά μεγάλες ποινές, είτε πήραν χάρη μετά το 1949 είτε οι ποινές τους μειώθηκαν κατά πολύ και σύντομα αποφυλακίστηκαν. Ο συγγραφέας μιλά για «αθωοδικεία» και όχι για δικαστήρια. Αυτές οι δίκες έχουν επίσης υπέροχα καταγραφεί και από τον Δημήτρη Κουσουρή στο «Οι δίκες των δωσίλογων» (εκδ. Πόλις, 2014). Σε αντίθεση με τις ποινές χάδι των δωσίλογων, τα μετεμφυλιακά δικαστήρια και οι κυβερνήσεις μοίρασαν σ’ όλους όσοι αντιστάθηκαν στους κατακτητές ποινές θανάτου, εξορίας και ατίμωσης. Επιφύλαξαν εξοντωτικές ποινές σ’ όλους όσοι τόλμησαν να υποπέσουν στο «έγκλημα» να αντισταθούν στον κατακτητή μέσα από τις γραμμές του ΕΑΜ. Και ενώ ο Χαραλαμπίδης παρακολουθεί το πώς το μετεμφυλιακό κράτος αθώωνε σωρηδόν τους δωσίλογους, ο Πολυμέρης Βόγλης στο έργο του «Αδύνατη Επανάσταση» (Αλεξάνδρεια 2014) αποκαλύπτει πώς αυτό το ίδιο κράτος και τα δικαστήριά του κράτησαν όλη τους τη σκληρότητα για τους μέσα από τις γραμμές του ΕΑΜ αντιστασιακούς.
Για να επιστρέψω στη μελέτη του Χαραλαμπίδη, με τίτλο Οι δωσίλογοι – Ένοπλη, πολιτική και οικονομική συνεργασία στα χρόνια της Κατοχής (εκδ. Αλεξάνδρεια), αυτή, αν και εστιάζει στη περίπτωση του αθηναϊκού δωσιλογισμού, δίνει και μια εικόνα του σ’ ολόκληρη τη χώρα.
Δωσίλογοι από την πρώτη μέρα
Χαλώντας την ιδανική εικόνα ορισμένων για τον δωσιλογισμό που αναγκάστηκε «ο έρμος» να φτάσει εκεί μόνο εξαιτίας του ΕΑΜ, ο πολύ καλός ιστορικός και μελετητής της Δημόσιας Ιστορίας αυτής της περιόδου, ο συγγραφέας Μενέλαος Χαραλαμπίδης, θεωρεί πως υπήρξε ελληνική Κατοχή από την πρώτη στιγμή που οι Γερμανοί κατέλαβαν την Αθήνα και τη χώρα. «Το επίσημο αφήγημα, το οποίο κάνει λόγο για μικρή μειοψηφία Ελλήνων που συνεργάστηκαν με τον κατακτητή, δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα» (σ. 16) Αμέσως οι Γερμανοί προώθησαν τη συγκρότηση κυβέρνησης Ελλήνων δωσίλογων. Στις 30 Απριλίου 1941 οι πρώτοι που έστερξαν ήταν οι Έλληνες στρατηγοί. Αυτοί υπό τον αντιστράτηγο Γεώργιο Τσολάκογλου, ο οποίος είχε υπογράψει τη Συνθηκολόγηση, σχημάτισαν την πρώτη ελληνική κυβέρνηση. Η κυβέρνησή του αντικαταστάθηκε στις 2 Δεκεμβρίου 1942 από αυτήν του καθηγητή της Ιατρικής Σχολής των Αθηνών Κωνσταντίνου Λογοθετόπουλου (κυβέρνηση «τεχνοκρατών») και αυτή με τη σειρά της από μια κυβέρνηση πολιτικών υπό τον Ιωάννη Ράλλη, η οποία κράτησε από τις 7 Απριλίου 1943 έως την αποχώρηση των Γερμανών (12-10-1944).
Και οι τρεις κατοχικές κυβερνήσεις, περισσότερο αυτή του Ράλλη, όχι για κανένα άλλο λόγο, αλλά γιατί τότε η Αντίσταση είχε φουντώσει, χρησιμοποίησαν τη δήθεν απειλή του «εσωτερικού εχθρού» για να πείσουν πως η συνεργασία με τον κατακτητή ήταν «ωραία και πατριωτική πράξη».
Αλλά δεν ήταν μόνο οι κυβερνήσεις, ήταν και ο κρατικός και ο διορισμένος τοπικό-αυτοδιοικητικός μηχανισμός, ιδίως τα Σώματα Ασφαλείας με επικεφαλής τη Χωροφυλακή που πρόσφεραν οικειοθελώς οι περισσότεροι και αναγκαστικά οι λιγότεροι υπηρεσίες στον κατακτητή. Οι ελληνικές κατοχικές κυβερνήσεις εφάρμοσαν περισσότερα απ’ όσα οι Γερμανοί και οι Ιταλοί ζητούσαν απ’ αυτές. Και οι τρεις κυβερνήσεις συνεργασίας έκαναν ό,τι θα ήθελαν να γίνει οι κατακτητές, χωρίς να το κάνουν οι ίδιοι. Αυτές με τη σειρά τους αναζήτησαν την ηθική νομιμοποίηση των πράξεων τους με το επιχείρημα πως έτσι απέτρεψαν η χώρα να διοικηθεί από τους ξένους κατακτητές. Η πρώτη μάλιστα κυβέρνηση για να πείσει πως ήταν αυτόνομη, συνέλαβε ακόμη και παράγοντες της προηγούμενης μεταξικής δικτατορικής κυβέρνησης. Χάρη τους χρώσταγε η πατρίδα (sic). Άλλο που έτσι «αθώωναν» τους ναζί κατακτητές. Προεξάρχοντα ρόλο στην «τήρηση της τάξης», η οποία υποτίθεται ήταν το μείζον καθήκον αυτών των κυβερνήσεων, έπαιξαν τα Σώματα Ασφαλείας και κυρίως οι υπηρεσίες της Χωροφυλακής. Σημαντικό όμως στοιχείο του έργου του Χαραλαμπίδη είναι και η ανάδειξη των εξαιρέσεων, όπως ήταν ο αυτόνομος ρόλος τής, υπό τον Άγγελο Έβερτ, Αστυνομίας Πόλεων. Αυτή δεν συμμετείχε στις διώξεις Ελλήνων και περιορίστηκε στην πάταξη του εγκλήματος. Και οι τρεις κατοχικές κυβερνήσεις, περισσότερο αυτή του Ράλλη, όχι για κανένα άλλο λόγο, αλλά γιατί τότε η Αντίσταση είχε φουντώσει, χρησιμοποίησαν τη δήθεν απειλή του «εσωτερικού εχθρού» για να πείσουν πως η συνεργασία με τον κατακτητή ήταν «ωραία και πατριωτική πράξη».
Η κυβέρνηση Τσολάκογλου κατέπεσε λόγω της αδυναμίας να διαχειριστεί το τεράστιο πρόβλημα του επισιτισμού με τους 250.000 νεκρούς. Αντικαταστάθηκε από αυτήν του «τεχνοκράτη» Λογοθετόπουλου της οποίας το κύριο καθήκον ήταν η επιστράτευση Ελλήνων εργατών για ν’ αποσταλούν στη Γερμανία. Στις 2 Δεκεμβρίου 1942 η νέα κυβέρνηση Λογοθετόπουλου ανέλαβε να υλοποιήσει το «εθνικό καθήκον» της επιστράτευσης Ελλήνων για τα εργοστάσια της Γερμανίας. Στις 24 Φεβρουαρίου 1943, χιλιάδες διαδηλωτές κύκλωσαν το κτήριο των Παλαιών Ανακτόρων (γραφείο του Λογοθετόπουλου) για ν’ αποτρέψουν τη σχεδιαζόμενη επιστράτευση. Έλληνες χωροφύλακες πυροβόλησαν Έλληνες διαδηλωτές. Η φονική δράση των Σωμάτων Ασφαλείας συνεχίστηκε με ακόμη περισσότερα θύματα στις 5 Μαρτίου 1943. Πάντως αυτή η αντίδραση των Ελλήνων πατριωτών ανάγκασε ακόμη και τους κατακτητές να υποχωρήσουν στο αίτημα επιστράτευσης.
Αυτό όμως σηματοδότησε και το τέλος αυτής της κυβέρνησης και της αντικατάστασής της απ’ αυτήν του Ιωάννη Ράλλη στις 7 Απριλίου 1943. Αυτός ήταν ο πρώτος πολιτικός που συνεργάστηκε φανερά με τους Γερμανούς και ο ιδρυτής των Ευζωνικών Ταγμάτων Ασφαλείας, τα οποία δήθεν θα προσπαθούσαν να σώζουν τη χώρα από τον κομμουνισμό, αλλά στην ουσία επιχείρησαν να σώσουν τους Γερμανούς από την αντίσταση της χώρας.
Ο Ιωάννης Ράλλης, πρωθυπουργός το διάστημα 7 Απριλίου 1943 με 12 Οκτωβρίου 1944, χαιρετά αξιωματικούς των Ταγμάτων Ασφαλείας. |
Σημαντικό στοιχείο της μελέτης, το οποίο δεν πρέπει να υποτιμηθεί, είναι πως σε πείσμα εκείνων των μονογραφιών αλλά και μυθιστορημάτων που υποστηρίζουν πως το ΕΑΜ πολέμησε λίγο και μόνο με τα Τάγματα Ασφαλείας, είναι η, μέσω των αρχείων που μελέτησε ο συγγραφέας, πληροφορία πως στις περισσότερες μάχες με αυτά συμμετείχαν και Γερμανοί. Το μίσος αυτών των Ταγμάτων δεν στρεφόταν γενικά και αόριστα κατά του ΕΑΜ, αλλά κατά Ελλήνων που αντιστέκονταν στους Γερμανούς μέσα από τις γραμμές του. Τα Συντάγματα των Ευζωνικών Ταγμάτων Ασφαλείας δεν τα γέννησε μόνο ο φόβος για τους κομμουνιστές, αν και υπήρχε κι αυτή η παράμετρος. Ο κύριος σκοπός τους ήταν η στήριξη των κατοχικών δυνάμεων. Ο πραγματικός λόγος για τη δημιουργία των Ταγμάτων Ασφαλείας Αθηνών δεν ήταν η «κόκκινη βία», αλλά η συνεργασία μεγάλου τμήματος του κράτους με τους κατακτητές. Κι δεν φτάνει αυτό, από μια στιγμή και ύστερα άρχισε το «ξέπλυμα» των κατακτητών και αυτοί από εχθροί του έθνους «αναδεικνύονταν ως οι μοναδικοί προασπιστές του ευρωπαϊκού πολιτισμού απέναντι στην ασιατική εισβολή του μπολσεβικισμού» (σ. 85).
Η οικονομική συνεργασία
Η συνεργασία με τους κατακτητές από την πρώτη μέρα δεν ήταν μόνο πολιτική. Ήταν και «οι δουλειές με τον εχθρό», αυτών που άνοιξαν μπίζνες με αυτόν. Αυτός ο εχθρός δεν ήταν καθόλου εχθρικός προς αυτούς. Το αντίθετο. Φίλος ήταν και μάλιστα αρκετά προσοδοφόρος. Αν και η Ελλάδα δεν θεωρείτο από τους κατακτητές μέρος του «ζωτικού χώρου» τους, υπήρχαν διαθέσιμες πηγές, τα αγροτικά προϊόντα (οι σπέκουλες με το λάδι) και κυρίως ο λιγνίτης που είχαν σημασία γι’ αυτούς. Εξάλλου, όπως είδαμε, και το εργατικό δυναμικό αποτελούσε στόχο εκμετάλλευσης για τα εργοστάσια της Γερμανίας. Άμεσα κίνητρα γι’ αυτή τη συνεργασία ήταν το οικονομικό όφελος. Στις περισσότερες των περιπτώσεων η συνεργασία ήταν συναινετική και όχι αναγκαστική. Τα μέσα της ήταν ποικίλα. «Ανομία, μαύρη αγορά, επιτάξεις παραγωγικών μονάδων, δέσμευση και διοχέτευση της παραγωγής προς ικανοποίηση των αναγκών των στρατευμάτων κατοχής, αλλαγές στα δίκτυα διάθεσης και προμήθειας προϊόντων αποτέλεσαν πύλες εξόδου από τη νόμιμη και ρυθμισμένη λειτουργία της οικονομίας και παράλληλα βασικά πεδία ανάπτυξης της συνεργασίας με τον κατακτητή» (σ. 106). Αυτή η μορφή συνεργασίας κυρίως με τη μορφή της συνεννόησης με τους ναζί για τη μαύρη αγορά ήταν η χειρότερη μορφή συνεργασίας, την ώρα που εκατομμύρια Αθηναίων και Ελλήνων λιμοκτονούσαν.
Οι περισσότερες δίκες για οικονομική συνεργασία που έγιναν μεταπολεμικά αφορούσαν την υφαρπαγή για λίγο φαγητό από τους εγκληματίες δωσίλογους των περιουσιών των άτυχων πολιτών. Βεβαίως, στο βαθμό που η χώρα δεν αποτελούσε τμήμα του γερμανικού ζωτικού χώρου, η συνεργασία εστιάστηκε σε κλάδους που τα προϊόντα ενδιέφεραν τους κατακτητές κι όχι σ’ όλους τους τομείς της επιχειρηματικής δραστηριότητας. Εντούτοις ακόμη και έτσι το εύρος της συνεργασίας ήταν πολύ μεγάλο και τα αποτελέσματά της προκλητικά για τον υπόλοιπο πληθυσμό. Ενώ εξοργιστικές ήταν και οι μέθοδοι συνεργασίας που οδήγησαν στη βίαια ανακατανομή του πλούτου. Ο αριθμός των εταιρειών που επιτάχθηκαν ή εκτελούσαν συμβόλαια για λογαριασμό του γερμανικού στρατού ήταν σημαντικός. Οι επιταγμένες επιχειρήσεις όμως δεν «ήταν αυτό που νομίζουμε». Πολλές εξ αυτών επιτάχθηκαν μετά από «σπρώξιμο» προς τις γερμανικές αρχές των ίδιων των ιδιοκτητών τους. Οι δε ιδιοκτήτες πίεζαν το προσωπικό για μεγαλύτερη απόδοση και απειλούσαν τους «μη αποδοτικούς» με καταγγελία στις αρχές αποσκοπώντας στη μεγαλύτερη προς όφελός τους εκμετάλλευση. Η κρίση έγινε ευκαιρία για βίαιη ανακατανομή του πλούτου και για τη μεταπολεμική αναδιάρθρωση της ιδιοκτησίας και της παραγωγής. Τα δε καζίνο έγιναν τόποι συσσώρευσης χρήματος για συνεργάτες και γερμανούς κατακτητές.
Σημαντική παράμετρος της οικονομικής συνεργασίας ήταν η αποδοχή από τις ελληνικές κατοχικές κυβερνήσεις των εξόδων για τη συντήρηση και διατροφή των κατοχικών δυνάμεων. Η κατοχική αναδιανομή πλούτου σε τελική ανάλυση αποτέλεσε το μοχλό για τη μετέπειτα ανάπτυξη της τότε ελληνικής οικονομικής κυριαρχίας. Ο Πρόδρομος Μποδοσάκης Αθανασιάδης στην πολεμική βιομηχανία είχε αναπτύξει δίκτυο συνεργασίας με τους ναζί και πριν τον πόλεμο. Τη συνέχισε και την αύξησε και κατά τον πόλεμο, όπου όλες οι μονάδες του παραγωγής όπλων τέθηκαν υπό γερμανικό έλεγχο. Αλλά αυτή η βιομηχανία άνθησε και μεταπολεμικά. Και δεν ήταν ο μόνος και η μόνη οικογένεια που έδρασε ανάλογα στον οικονομικό τομέα. Το μετεμφυλιακό κράτος, όπως έκανε και με τους πολιτικούς συνεργάτες, τούς έριξε στα μαλακά. Εξάλλου οι περισσότερες δίκες κατά των δωσίλογων έγιναν μετά από μηνύσεις πολιτών κι όχι μετά από κρατική πρωτοβουλία. Καθόλου τυχαία που πολλοί οικονομικοί συνεργάτες διώχθηκαν κατά τον Δεκέμβριο του 1944 μόνο από την ΟΠΛΑ.
Ο Μενέλαος Χαραλαμπίδης γεννήθηκε το 1970 στην Αθήνα. Σπούδασε οικονομικά στο Πανεπιστήμιο Πειραιά και Ιστορία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Η διδακτορική του διατριβή δημοσιεύθηκε το 2012 με τίτλο Η εμπειρία της Κατοχής και της Αντίστασης στην Αθήνα, ενώ το δεύτερο βιβλίο του, με τίτλο Δεκεμβριανά 1944. Η μάχη της Αθήνας, κυκλοφόρησε το 2014 – και τα δύο από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια. Έχει συνεπιμεληθεί τρεις συλλογικούς τόμους σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, ενώ πολλά άρθρα του έχουν δημοσιευθεί σε ιστορικά περιοδικά και εφημερίδες. Ιδρυτικό μέλος του Φόρουμ Κοινωνικής Ιστορίας, έχει συνδιοργανώσει τέσσερα συνέδρια. Από το 2013 ασχολείται συστηματικά με τη Δημόσια Ιστορία. Πραγματοποιεί ιστορικούς περιπάτους στο κέντρο της Αθήνας για την περίοδο της Κατοχής και των Δεκεμβριανών, με τη συμμετοχή εκατοντάδων πολιτών, καθώς και (από τον Δεκέμβριο του 2019) ιστορικούς περιπάτους με μικρά γκρουπ κάθε εβδομάδα στο πλαίσιο του Athens History Walks. Είναι ένας από τους σχεδιαστές του μεταπτυχιακού προγράμματος «Δημόσια Ιστορία» στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, καθώς και ο εμπνευστής και επιστημονικός υπεύθυνος των δράσεων με τίτλο «12 Οκτωβρίου 1944. Η Αθήνα Ελεύθερη», οι οποίες, υλοποιημένες από το 2015 ως το 2019, καθιέρωσαν τον μαζικό εορτασμό της απελευθέρωσης της Αθήνας από τους Γερμανούς και αποτέλεσαν μία από τις μεγαλύτερες εκδηλώσεις δημόσιας ιστορίας στην Ελλάδα. |
Στο στρατό των κατακτητών
Η ένοπλη συνεργασία ήταν η πιο προδοτική μορφή συνεργασίας. Χωρίς να υστερούν βεβαίως και οι δυο προηγούμενες. Αυτή αφορούσε τα ποικίλα δίκτυα κατασκοπίας, στα οποία υπηρετούσαν Έλληνες των Ες Ες. Οι περιβόητοι Έλληνες βασανιστές της οδού Μέρλιν ήταν μια ντροπιαστική κηλίδα της κατά Χαραλαμπίδη «ελληνικής κατοχής». Πολλοί πατριώτες αντιστασιακοί υπέφεραν τα πάνδεινα στα χέρια αυτών των τεράτων, πολλά από τα οποία βραβεύτηκαν μεταπολεμικά και έγιναν πάλι βασανιστές, πάλι Ελλήνων, στα ξερονήσια και τις εξορίες. Η δράση των διερμηνέων δεν αφορούσε μόνο τη μετάφραση, αλλά και την κατάδοση των πατριωτών. Ο τρόμος και ο φόβος των περιβόητων Μπλόκων της Κατοχής ήταν οι κουκουλοφόροι. Η δίωξη των Εβραίων έγινε πάλι απ’ αυτούς τους «Έλληνες πατριώτες», διώκτες του «βάρβαρου ασιατικού κομμουνισμού».
Αν και εδώ, όπως προαναφέρθηκε, έχουμε την τιμητική εξαίρεση τής υπό τον Άγγελο Έβερτ Αστυνομίας Πόλεων, η οποία με την έκδοση ελληνικών ταυτοτήτων έσωσε πολλούς Αθηναίους Εβραίους. Κάτι που δεν συνέβη με τους Θεσσαλονικείς και Γιαννιώτες Εβραίους. Ο Έβερτ μάλιστα αρνήθηκε να συλλαμβάνει κομμουνιστές για την πολιτική και αντιστασιακή τους δράση. Εκείνη όμως η υπηρεσία που μεγαλούργησε υπέρ των κατακτητών ήταν η Ελληνική Βασιλική Χωροφυλακή. Αυτή ακόμη πριν την υπό τον Ράλλη ίδρυση των φονικών Ταγμάτων Ασφαλείας το 1943 «λειτούργησε ως πρόσχημα για τη δημιουργία του ένοπλου αντιεαμικού μετώπου, της ελληνικής κατοχής, το φθινόπωρο του 1943» (σ. 214). Ως πρόσχημα και ως πρότυπο, θα πρόσθετα, για τη λειτουργία των ταγματασφαλιτών-«γερμανοτσολιάδων». Το φθινόπωρο του 1943 ο δωσιλογισμός έφτασε στο αποκορύφωμά του με την ίδρυση των Ταγμάτων Ασφαλείας. Σώματα και Τάγματα Ασφαλείας αποτέλεσαν τον πολιορκητικό κλοιό κατά της Αντίστασης των Ελλήνων πολιτών.
Εδώ για πρώτη φορά, και αυτό είναι μια πολύ αξιοσημείωτη παρατήρηση του συγγραφέα, συνέκλιναν τα δυο μπλοκ εξουσίας του Εθνικού Διχασμού: βασιλικοί και βενιζελικοί αξιωματικοί. Τα περίφημα «Μπλόκα», όπως της Καλογρέζας, της Νέας Ιωνίας, τα δυο της Κοκκινιάς και όλα τα άλλα, τον ζόφο των οποίων περιγράφει με απαράμιλλο ύφος ο συγγραφέας, έγιναν από έλληνες ενόπλους του κατοχικού στρατού. Τα θύματά τους ήταν όχι μόνο αντιστασιακοί αλλά ακόμη και αμέτοχοι πολίτες. Οι λόγοι ένταξης στα Τάγματα Ασφαλείας δεν ήταν μόνο ο φόβος από τον κομμουνισμό, όπως πολλές ρηχές ερμηνείες διατείνονται, αλλά πολύ πιο ταπεινά κίνητρα. Ήταν το μίσος για το ΕΑΜ και τον κομμουνισμό, αλλά και ταπεινοί βιοποριστικοί λόγοι.
Στα Τάγματα Ασφαλείας στρατολογήθηκαν άτομα από τις λαϊκές τάξεις αλλά και από τα λούμπεν στρώματα. Αποφυλακίστηκαν πολλοί βαρυποινίτες καταδικασμένοι για ειδεχθή εγκλήματα, για να ενταχθούν μετά σ’ αυτά. Το μίσος, όπως αυτό του Αλέξανδρου Λάμπου, διευθυντή της Ειδικής Ασφάλειας της Βασιλικής Χωροφυλακής, του υποστράτηγου, του Νικόλαου Μπουραντά, διοικητή του Μηχανοκίνητου Τμήματος της Αστυνομίας Πόλεων, του μόνο τμήματος που ντρόπιασε την Αστυνομία, αλλά και πολλών χαμηλόβαθμων ταγματασφαλιτών, δεν εξηγείται μόνο από το φόβο της κατάκτησης της εξουσίας από τους κομμουνιστές. Ήταν επιλογή συνασπισμού εξουσίας, ο οποίος προσδοκούσαν να τους ανταμείψει μεταπολεμικά. Κι όμως στις δίκες που έγιναν μεταπολεμικά, με τα γνωστά αποτελέσματα σχεδόν αθώωσης των συνεργατών, όπως ήδη έχω αναφέρει, ο Μιλτιάδης Βαρβιτσιώτης ως συνήγορος υπεράσπισης του Ιωάννη Ράλλη μίλησε για «ανθρώπους που σήκωσαν τον σταυρό του μαρτυρίου» για να παραμείνει η χώρα δημοκρατική. Το 1945, 100 βουλευτές ζήτησαν την εύνοια των δικαστηρίων για τους δωσίλογους. Αίτημα που υλοποιήθηκε πλήρως κατά τον Εμφύλιο και μετά απ’ αυτόν. «Εύνοια» γι’ αυτούς που δια του στόματος του συνταγματάρχη Πεζικού Χρήστου Γερακίνη μετά από μάχη με τον ΕΛΑΣ δήλωναν πως «εκ των ημετέρων, εις Γερμανός στρατιώτης, βαρέως τραυματίας». Τόσο πατριώτες! Κύριος υπεύθυνος για τον Εμφύλιο όντως ήταν οι δωσιλογικές κυβερνήσεις. Αν και προσωπικά πιστεύω πως οι ευθύνες για τον Εμφύλιο βαραίνουν σε πολύ μεγάλο βαθμό και το, αγόμενο και φερόμενο από τα συμφέροντα και τις τακτικές κινήσεις της Σοβιετικής Ένωσης, ΚΚΕ. Το οποίομ συν τοις άλλοις είχε και έχει μια αυταρχική αντίληψη για τη σχέση του με την εξουσία.
Σίγουρα ο δωσιλογισμός δεν ήταν μόνο ελληνικό φαινόμενο. Αντίστοιχα φαινόμενα υπήρχαν και στη Γαλλία, τη Σερβία, στους Κουίσλινγκ της Νορβηγίας. Η ελληνική ιδιοτυπία έγκειται στ’ ότι στην Ελλάδα ο δωσιλογισμός δεν έγινε για λόγους πίστης στον Χίτλερ και τον ναζισμό, ούτε καν για λόγους αντισημιτισμού, αλλά για περισσότερο ιδιοτελείς λόγους: ευκαιρία για προσπορισμό πόρων κατά τη διάρκεια της κατοχής και συμμετοχής στη μεταπολεμική εξουσία. Πάντως, όπως τονίζει ο εξαιρετικός Χαραλαμπίδης, καταφεύγοντας στον Τόνι Τζαντ, αν δεν υπήρχε κάποιος βαθμός λήθης στην υπόλοιπη Ευρώπη, δεν θα ήταν εφικτή η μεταπολεμική ανάκαμψή της. Στην Ελλάδα όμως το πρόβλημα δεν ήταν η όποια λήθη, αλλά η λήθη για τους προδότες και η τιμωρία για τους αγωνιστές.
*Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΙΑΚΑΝΤΑΡΗΣ είναι συγγραφέας και δρ. Κοινωνιολογίας. Τελευταίο βιβλίο του, η μελέτη «Το πρωτείο της δημοκρατίας – Σοσιαλδημοκρατία μετά τη σοσιαλδημοκρατία» (εκδ. Αλεξάνδρεια).
Απόσπασμα από το βιβλίο
Η μετατροπή της βίας του εαμικού αντιστασιακού κινήματος σε κύριο εργαλείο ανάλυσης της κατοχικής πραγματικότητας και η επιλεκτική προσέγγιση του παρελθόντος μέσω αυτής της οπτικής παραπέμπουν περισσότερο σε πολιτική θέση παρά σε επιστημονικά τεκμηριωμένο συμπέρασμα. Στο πολιτικό, διοικητικό, οικονομικό κέντρο της χώρας και παράλληλα στην πολυπληθέστερη περιφέρειά της, δεν ήταν η «κόκκινη βία» του ΕΑΜ που προκάλεσε τις εμφύλιες συγκρούσεις της Κατοχής, αλλά η συνεργασία μεγάλου τμήματος του κρατικού μηχανισμού με τους κατακτητές με στόχο τη βίαιη καταστολή του ελληνικού αντιστασιακού κινήματος… Με άλλα λόγια η κυβέρνηση Ράλλη αποφάσισε να στρέψει τα όπλα ενάντια στο ΕΑΜ πριν αυτό προλάβει να τα στρέψει εναντίον της, όπως πίστευαν όσοι τη στήριζαν» (σ. 84).