Μη με ρωτάς πούθ’ έρχομαι, μη με ρωτάς πού τρέχω·
πατρίδα εγώ δεν έχω
παρά του βάτου τ’ άγριο, τ’ αγκαθερό κλαρί·
με δέρνει τ’ ανεμόβροχο, είμαι φτωχό πουλί.
Ο λόγγος το παλάτι μου, και βιο μου είν’ η χαρά·
πετώ, κορνιάζω ξέγνοιαστος οσό ’χω τα φτερά.

Δεν εντρέπομαι να ομολογήσω, φίλτατε Παύλε, ότι και ως γέρων ραψωδός παράξενος και ως απλούς θνητός έχω κι εγώ τας αδυναμίας και τας ιδιοτροπίας μου. Μεταξύ τούτων υπάρχει και η απέραντος συμπάθειά μου προς έν των κοινοτέρων και των ταπεινοτέρων φθινοπωρινών πτηνών μας, τον λάλον, τον αγαθόν Καλογιάννον.
[από την επιστολή του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη που συνοδεύει την πρώτη δημοσίευση του ποιήματος «ο Καλογιάννος», Εστία, Γ’ 151 (Νοέμβρ. 1878), 751-752]
Διαβάστε το ποίημα Καλογιάννος και την επιστολή στην «Εστία» εδώ