Γράφει η Φανή Χατζή
Το Κορίτσι είναι η ιστορία της Λωράνς Μπαρρακέ, η οποία γεννήθηκε και μεγάλωσε το 1960 στη Ρουέν της Νορμανδίας, ενηλικιώθηκε τη δεκαετία του 1970, γέννησε τη δεκαετία του 1990 και έγινε μάρτυρας των αλλαγών του φεμινιστικού κινήματος μέσα στο χρόνο. Είναι όμως και η ιστορία κάθε κοριτσιού, που μαθαίνει να επιβιώνει σε έναν βαθιά πατριαρχικό κόσμο, φορτωμένη από μικρή με το βάρος των συμβάσεων του βιολογικού της φύλου.
Όχι αγόρι, το άλλο
Η ιστορία της Λωράνς ξεκινάει από όταν ήταν στην μήτρα της μητέρας της. Η έλλειψη του πολυπόθητου γεννητικού οργάνου, όπως αυτή διαφαίνεται στον υπέρηχο, την κατατάσσει στη μη κατηγορία, στην «όχι αγόρι», η ύπαρξή της, δηλαδή, εκκινεί από έναν αρνητικό ορισμό. Η απογοήτευση την ακολουθεί και στο μαιευτήριο, όταν η μαία ανακοινώνει πως «είναι κορίτσι» και όλοι σκέφτονται «κι αυτό καλό είναι», αλλά όχι άξιο συγχαρητηρίων. «Νονός» της είναι ο Λόρενς Ολίβιε, γιατί όλες οι πρόβες και τα σχέδια είχαν γίνει για την άλλη εκδοχή και ο μπαμπάς της στο ληξιαρχείο μπορούσε να σκεφτεί μόνο σπουδαίους άνδρες για πρότυπα.
Με απίστευτο νεύρο και ασταμάτητο παλμό, η Καμίγ Λοράνς αντιμετωπίζει την άφιξη ενός κοριτσιού στον κόσμο σαν πένθιμο γεγονός. Το πρώτο κεφάλαιο, με την καταιγιστική δευτεροπρόσωπη απεύθυνσή του και τη χειμαρρώδη ροή, δεν επιτρέπει διακοπή για ανάσα. Αυτή η δυσοίωνη αίσθηση της εναρκτήριας σεκάνς του βιβλίου μεταφέρει όλο το ζόφο που αργότερα κληροδοτείται στο κορίτσι, αποδίδει τη διαρκή επαγρύπνηση που συνεπάγεται το να είσαι γυναίκα. Αυτό το κεφάλαιο διαβάζεται σαν προειδοποίηση της συγγραφέως στον μελλοντικό εαυτό της και σαν παρακαταθήκη στο φύλο της.
Οι πρώτοι κανόνες
Ευτυχώς για την ισορροπία του έργου, από το δεύτερο, κιόλας, κεφάλαιο, η ένταση αποκλιμακώνει και το ύφος γίνεται περισσότερο περιπαικτικό, παρά καταγγελτικό. Η αφηγήτρια περιδιαβαίνει στα παιδικά της χρόνια με μια ξεκούραστη πρωτοπρόσωπη αφήγηση. Οι οξυμένης ευαισθησίας παρατηρήσεις και το παιδικό ιδίωμα, φιλτραρισμένα από την ειρωνική συγγραφική διάθεση συνθέτουν ένα οξυδερκές σχόλιο για το φύλο.
Για τη, γαλουχημένη από τις διδαχές της Σιμόν ντε Μποβουάρ, Καμίγ Λοράνς, γυναίκα γίνεσαι, δε γεννιέσαι. Το φύλο είναι μια κατασκευή, ένα ένδυμα που επιβάλλεται από την πρώτη στιγμή και κάθε κορίτσι πρέπει να πορευτεί εντός των ραφών του. Η μικρή Λωράνς γεννιέται tabula rasa, αλλά σταδιακά εγγράφονται πάνω της όλες οι έμφυλες επιταγές. Έτσι, η «χοντρομπαλού», η οποία δεν ευθυγραμμίζεται με το αδύνατο πρότυπο ομορφιάς ούτε όταν είναι τριών χρονών, οπότε της βγαίνει αυτό το παρατσούκλι, μαθαίνει ότι τα κορίτσια μαζεύουν τα πιάτα μετά το φαγητό, ενώ τα αγόρια είναι στο χωράφι, τα αγόρια φωνάζουν, τα κορίτσια είναι ήσυχα. Τα μεγάλα αγόρια διατάζουν, επιβάλλονται, τα μεγάλα κορίτσια φροντίζουν και σιωπούν.
Η μικρή Λωράνς γεννιέται tabula rasa, αλλά σταδιακά εγγράφονται πάνω της όλες οι έμφυλες επιταγές. Έτσι, η «χοντρομπαλού», η οποία δεν ευθυγραμμίζεται με το αδύνατο πρότυπο ομορφιάς ούτε όταν είναι τριών χρονών, οπότε της βγαίνει αυτό το παρατσούκλι, μαθαίνει ότι τα κορίτσια μαζεύουν τα πιάτα μετά το φαγητό, ενώ τα αγόρια είναι στο χωράφι, τα αγόρια φωνάζουν, τα κορίτσια είναι ήσυχα.
Αυτός ο καμβάς που είναι η Λωράνς πριν ταυτιστεί σεξουαλικά με το φύλο της, της επιτρέπει να αποδομεί, μέσα από την παιδική της αφέλεια, τις διαφορές πάνω στις οποίες βασίζεται η έμφυλη ανισότητα. Όταν παρατηρεί για πρώτη φορά τον ξάδερφό της απορεί που τα αγόρια είναι τόσο σημαντικά και εγείρουν τέτοιο ενθουσιασμό όταν τα συλλαμβάνουν οι γονείς τους. Περιγράφοντας το φαλλό ως ένα «σωλήνα ακουμπισμένο πάνω σ’ ένα μαλακό μαξιλαράκι», η Λωράνς αποδυναμώνει το όργανο από το οποίο πηγάζει η αδικία που βιώνει ως μικρό παιδί και η συγγραφέας απομυθοποιεί την ανδρική κυριαρχία.
Σεξουαλικό τραύμα
Ενώ η αφήγηση βαίνει ομαλά, η ιστορία επιφυλάσσει μια συνταρακτική τροπή. Λίγο πριν κλείσει τα εννιά της χρόνια, η μικρή βιώνει τη σεξουαλική κακοποίηση από συγγενικό της πρόσωπο. Με την ανοχή και τη συγχώρεση του δράστη, η οικογένειά της γίνεται συνένοχη. Η Λωράνς διδάσκεται ένα μάθημα σκληρό. Οι ορμές των ανδρών δικαιολογούνται, η ίδια οφείλει να βρίσκεται σε μόνιμη επιφυλακή για να μην της συμβαίνουν παρόμοια περιστατικά. Λίγο αργότερα, θα δεχτεί το πρώτο σεξουαλικό μάθημα από τον πατέρα της, ο οποίος θα μιλήσει σε αυτήν και την αδερφή της για την παρθενία, τον πόνο, το σπάσιμο του υμένα και τη γυναικεία απόλαυση.
Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση εδώ είναι αδύνατη, η ανάγκη αποσύνδεσης επιτάσσει μια άλλη οπτική γωνία, πιο αποστασιοποιημένη. Η συγγραφέας επιλέγει την τριτοπρόσωπη αφήγηση, την οποία θα υιοθετήσει μέχρι και τα νεανικά της χρόνια. Έτσι, διοχετεύει και εναποθέτει σε ένα τρίτο μυθοπλαστικό υποκείμενο το βαρύ φορτίο του τραύματος που κηλίδωσε την εφηβεία της.
Η Camille Laurens (Καμίγ Λοράνς, λογοτεχνικό ψευδώνυμο της Laurence Ruel) γεννήθηκε το 1957 στη Ντιζόν. Σπούδασε σύγχρονη λογοτεχνία και δίδαξε στη Ρουέν της Νορμανδίας και στη συνέχεια στο Μαρόκο, όπου έζησε δώδεκα χρόνια. Από το 2011 διδάσκει στο Institut d’etudes politiques στο Παρίσι, όπου και ζει. Έχει γράψει μυθιστορήματα, διηγήματα, δοκίμια και θεατρικά. Το 2000 κέρδισε τα βραβεία Femina και Renaudot des lyceens για το μυθιστόρημα “Dans ces bras-la” (Mέσα στην αγκαλιά του, Ψυχογιός 2002). Το βιβλίο ήταν επίσης υποψήφιο για το βραβείο Goncourt. Για το ίδιο βραβείο ήταν υποψήφια και το 2006 με το “Ni toi ni moi”. Κέρδισε το Prix du Roman-News 2016 με το “Celle que vous croyez”. Το Κορίτσι ήταν το καλύτερο βιβλίο του 2020 σύμφωνα με το λογοτεχνικό περιοδικό Lire, ενώ ήταν υποψήφιο για το βραβείο Landerneau des lecteurs και για το Domitys 2021. |
Γραφή ως όπλο
Το σώμα της Λωράνς, και κατ’ επέκταση το γυναικείο σώμα εν γένει για τη συγγραφέα, είναι κτήμα, ένα πεδίο κακοποίησης από τους συγγενείς, την επιστήμη, τους γιατρούς, ακόμα και αγνώστους στο λεωφορείο, ένα σώμα που δεν ανήκει ποτέ ολοκληρωτικά σε αυτήν. Από την άλλη, αυτό το σώμα φέρει και ένα ψυχικό τραύμα που επανενεργοποιείται διαρκώς μέσω του κακοποιητικού λόγου.
Ο κακοποιητικός λόγος, συνήθως εκπεφρασμένος από το στόμα του πατέρα ή μετέπειτα του συζύγου της, βασίζεται σε μια γλώσσα που αναπαράγει στο διηνεκές τα έμφυλα στερεότυπα και διαθέτει έμφυτο σεξισμό. Όπως παρατηρεί η Λοράνς, η επιτελεστική δύναμη της λέξης «κορίτσι», που στα γαλλικά (fille) σημαίνει κορίτσι και κόρη, δένει ανεπιστρεπτί τη γυναίκα με τους ρόλους εντός της οικογενείας. Η γαλλική καθομιλουμένη, από την άλλη, όπως και η ελληνική, θα βρει δεκάδες ευφάνταστους τρόπους να σκιάσει το γυναικείο βίωμα. Προκειμένου, παραδείγματος χάριν, να αποσιωπήσει την αιμορραγία και να ωραιοποιήσει την επίπονη λειτουργία της περιόδου, θα βρει πολλές εξωραϊστικές εκφράσεις («Ήρθαν οι Ρώσοι», «έχει τα ρούχα της», «είναι αδιάθετη».)
Η γαλλική καθομιλουμένη, από την άλλη, όπως και η ελληνική, θα βρει δεκάδες ευφάνταστους τρόπους να σκιάσει το γυναικείο βίωμα.
Ενάντια σε αυτή τη γλώσσα και αυτόν τον λόγο, η συγγραφέας χρησιμοποιεί τις σύντομες, εμβόλιμες παρενθέσεις σαν ένα προσωπικό σχόλιο, μια φωνή αντιλογίας, που αντιστέκεται στα διδάγματα του πατέρα και αργότερα στα κηρύγματα του συζύγου. Ένας ύστερος, πιο ώριμος εαυτός της αντιδρά στην υπονόμευση, τις νουθεσίες, τη χειραγώγηση, όταν μπορεί πλέον να τα ονοματίσει. Η γραφή γίνεται ένα όπλο στα χέρια της που το χρησιμοποιεί για να αντιπαλέψει την έμφυλη αδικία.
Μετατόπιση οπτικής
Στο τελευταίο μέρος του βιβλίου η οπτική της Λωράνς μετατοπίζεται, πλέον δεν είναι αυτή το κορίτσι αλλά ο ενήλικας που μεγαλώνει ένα κορίτσι. Μπορεί να μην επιτρέπει σε κανέναν να παραβιάσει τα όρια που θέτει η κόρη της για το σώμα της, γίνεται, όμως, η ίδια θεματοφύλακας των πατριαρχικών επιταγών. Την πιέζει να συμμορφωθεί, να χωρέσει κι αυτή στο ίδιο στενό ένδυμα. Αυτό το κορίτσι, όμως, ξεγλιστρά, οι συνθήκες είναι πιο ώριμες τώρα για να τα καταφέρει.
Η σύγκριση με την Ερνό
Ένα βιβλίο ημι-αυτοβιογραφικό για την ενηλικίωση ενός κοριτσιού στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα στη γαλλική επαρχία, που θέτει το φύλο, τον γάμο, τη μητρότητα υπό έναν κριτικό φακό, φέρνει αναπόφευκτα στο νου τα έργα της Ανί Ερνό. Η Καμίγ Λοράνς, όπως η Γαλλίδα νομπελίστρια, καταφέρνει να μεταδώσει τις προσωπικές τις εμπειρίες με έναν καθολικό τρόπο. Το προσωπικό γίνεται οικουμενικό μέσω του είδους του autofiction. Οι ομοιότητες εκτείνονται και στα βιογραφικά στοιχεία, την καριέρα και την καταγωγή των δύο συγγραφέων.
Η Ερνό διαρκώς διακόπτεται, αναστοχάζεται, προβληματίζεται, ενώ η Λοράνς κρύβεται καλύτερα πίσω από το αφηγηματικό προσωπείο. Εντός του είδους της αυτομυθοπλασίας, η Ερνό μοιάζει να είναι πιο πιστή υπηρέτρια του πρώτου συνθετικού (auto), ενώ η Λοράνς του δεύτερου (fiction).
Υπάρχουν όμως και αρκετές διαφορές στη γραφή τους. Σε αντίθεση με την Ερνό, η γραφή της Λοράνς είναι πιο αυθόρμητη και παιγνιώδης. Στα σημεία σεξουαλικής αφύπνισης δεν διστάζει να γίνει λιβιδινική. Έπειτα, κάποια βιώματα της Ερνό είναι τοπικά και χρονικά προσδιορισμένα, το ηθογραφικό στοιχείο τα διαπερνά έντονα. Η Λοράνς εστιάζει σε πιο γνώριμες εμπειρίες και έτσι απευθύνεται άμεσα και στη σύγχρονη αναγνώστρια. Η Ερνό διαρκώς διακόπτεται, αναστοχάζεται, προβληματίζεται, ενώ η Λοράνς κρύβεται καλύτερα πίσω από το αφηγηματικό προσωπείο. Εντός του είδους της αυτομυθοπλασίας, η Ερνό μοιάζει να είναι πιο πιστή υπηρέτρια του πρώτου συνθετικού (auto), ενώ η Λοράνς του δεύτερου (fiction).
«Είναι κορίτσι»
Το βιβλίο κλείνει με ένα σχήμα κύκλου. Από το απογοητευμένο «είναι κορίτσι» που ακούγεται στην κλινική και δηλώνει τη γέννηση της Λωράνς, μέχρι το γεμάτο τσαχπινιά και συστολή «είναι κορίτσι» που εκφέρει η κόρη της Λωράνς όταν της εκμυστηρεύεται τον έρωτά της, μεσολαβεί μια περισκόπηση σε τρεις γενιές γυναικών και τρεις γενιές φεμινισμού. Η μητέρα, η οποία τελικά απενοχοποιείται στα μάτια της αφηγήτριας, ούσα θύμα κι αυτή ενός μηχανισμού που την περιόρισε σε έναν οικιακό ρόλο, η ίδια, που έστω και αργά βιώνει μια φεμινιστική άνοιξη, και η κόρη, που συμβολίζει την ελπίδα για τη νέα γενιά, είναι τρεις όψεις του ίδιου νομίσματος.
Μέσω της εναλλαγής ανάμεσα σε τρεις διαφορετικές μα αλληλένδετες οπτικές γωνίες, η Λοράνς αποδεικνύει ότι, η γυναικεία εμπειρία δεν μπορεί να είναι μία και καθολική, ακόμα και στο βάθος της ίδιας ζωής. Μέσα σε αυτό το ευρύ φάσμα εμπειριών, ωστόσο, υπάρχουν πίκρες, φόβοι και τραύματα που όλες έχουμε βιώσει και αυτές αφορούν το αναγνωστικό κοινό, ανεξαρτήτως φύλου, όταν καταγράφονται τόσο αριστοτεχνικά.
*Η ΦΑΝΗ ΧΑΤΖΗ είναι μεταφράστρια, απόφοιτος του Μεταπτυχιακού Προγράμματος Αγγλικών και Αμερικανικών Σπουδών.