Επιμέλεια: Book Press
«Όταν εγκαταστάθηκα στο Βερολίνο, απέκτησα τη συνήθεια να σταματώ στα μνημεία Stolpersteine (‘’πέτρες όπου παραπατάς’’) και να διαβάζω τα ονόματα των Εβραίων που έχασαν τα σπίτια τους και μεταφέρθηκαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Υπάρχει ένα κτήριο στον δρόμο μου προς το U-Bahn, στο οποίο συνελήφθησαν δεκαέξι άτομα. Όμως, η πέτρα της Λούσι είναι αυτή που με συγκλόνισε περισσότερο. Πρόκειται για ένα απλό μνημείο μπροστά από ένα μεγάλο κτήριο. Μια μικρή Stolperstein. Το μόνο που γνωρίζουμε για τη Λούσι είναι πως την πήραν όταν ήταν 61 ετών. Φαντάστηκα τους ανθρώπους που έμεναν στο ίδιο κτήριο, που ενδεχομένως παρακολούθησαν όσα συνέβησαν. Τι να ‘καναν άραγε; Απέστρεψαν το βλέμμα τους;»
Με αυτή την παράγραφο ανοίγει το κείμενό της στον Guardian η συγγραφέας Λάνα Μπάστασιτς, τιμημένη με το Ευρωπαϊκό Βραβείο Λογοτεχνίας για το πρώτο μυθιστόρημά της, Πιάσε το λαγό (εκδ. Gutenberg, μτφρ. Ισμήνη Ραντούλοβιτς).
Με αφορμή τα όσα εκτυλίσσονται αυτές τις ημέρες στη Γάζα, η Μπάστασιτς ανακαλεί περιστατικά από τον Πόλεμο της Βοσνίας, της πατρίδας της. Όπως σημειώνει στο άρθρο της, η ίδια έμαθε τη σημασία του όρου «Μουτζαχεντίν» προτού μάθει γραφή κι ανάγνωση. Εκείνη την περίοδο, οι περισσότεροι μουσουλμάνοι συμμαθητές της εγκατέλειψαν τη γειτονιά τους μέσα σε μια νύχτα κι όσοι επέλεξαν να παραμείνουν και να αποκτήσουν χριστιανικά ονόματα, άρχισαν να πέφτουν θύματα σχολικού εκφοβισμού. Στην ηλικία των έξι ετών, η Μπάστασιτς παρακολουθούσε εκπομπές στην τηλεόραση που παρουσίαζαν τους μουσουλμάνους γείτονές της «ως τζιχαντιστές που θα μας σκότωναν στον ύπνο μας».
«Η δασκάλα έπαψε να είναι δασκάλα, ήταν Σέρβα. Ένας συμμαθητής δεν ήταν πλέον απλός συμμαθητής. Ήταν μουσουλμάνος. Ο γιατρός δεν ήταν πια γιατρός. Ήταν Κροάτης».
»Γιατί γράφω για τη Βοσνία εικοσιοκτώ χρόνια μετά από την ειρηνευτική συμφωνία του Ντέιτον; Γιατί, στην πραγματικότητα, δεν μπορεί να υπάρξει ειρήνη μετά από μια εθνοκάθαρση. Η Βοσνία εξακολουθεί να είναι βαθιά διχασμένη. Οι άνθρωποι δεν μπορούν να συμφωνήσουν πώς να ονομάσουν τη γλώσσα που μιλούν. Οι εγκληματίες πολέμου δοξάζονται από όλες τις πλευρές. Η μετανάστευση εξειδικευμένων επαγγελματιών αυξάνεται κάθε χρόνο. Τα πληγωμένα παιδιά έχουν γίνει πληγωμένοι ενήλικες, που δεν μπορούν να βρουν δουλειά ή να αποκτήσουν πρόσβαση σε αξιοπρεπή υγειονομική περίθαλψη».
Χάρη στην επιτυχία που σημείωσε το μυθιστόρημά της, η Μπάστασιτς έλαβε μια υποτροφία από το γερμανικό πρόγραμμα DAAD. Με τα χρήματα, κατάφερε να ταξιδέψει στη χώρα, να μιλήσει για το βιβλίο της και να ευαισθητοποιήσει το γερμανικό κοινό για τη σημερινή κατάσταση στη Βοσνία Ερζεγοβίνη. Πολλοί από τους ακροατές της έσπευδαν να καταδικάσουν τη βία του πολέμου, λέγοντας τη φράση ποτέ ξανά. Στον κόσμο που ζούμε, όμως, το ποτέ ξεχνιέται γρήγορα και το ξανά υπερισχύει, γράφει η Μπάστασιτς, αναφερόμενη στις εξελίξεις στη Λωρίδα της Γάζας, «η οποία, τα τελευταία δεκάξι χρόνια, έχει υποβαθμιστεί από την κατοχή και από τον παράνομο αποκλεισμό, με το 47% του πληθυσμού της να είναι παιδιά, και τώρα βομβαρδίζεται από τον ισχυρότερο στρατό στη Μέση Ανατολή με τη βοήθεια των ισχυρότερων συμμάχων στον κόσμο».
Αυτό, όμως, που τρομάζει περισσότερο τη συγγραφέα είναι η λογοκρισία που αντιμετωπίζουν οι Γερμανοί, αλλά και οι υπόλοιποι κάτοικοι των χωρών της Δύσης, που διαμαρτύρονται για τον χαμό των αμάχων Παλαιστινίων.
Όπως εξηγεί η Μπάστασιτς στο άρθρο της, τον τελευταίο καιρό στη Γερμανία οι περισσότερες πορείες αλληλεγγύης στον παλαιστινιακό λαό διαλύθηκαν από τις δυνάμεις της αστυνομίας. Πλέον, στα σχολεία απαγορεύεται η μαντήλα καφίγια και το σύνθημα «Λευτεριά στην Παλαιστίνη», αλλά και οποιαδήποτε «συμπεριφορά ή άποψη που μπορεί να θεωρηθεί πως υποστηρίζει τις επιθέσεις της Χαμάς ή της Χεζμπολάχ κατά του Ισραήλ».
Στον χώρο του βιβλίου, τα πράγματα δεν διαφέρουν πολύ. Η πρόσφατη ακύρωση της βράβευσης της Παλαιστίνιας συγγραφέα Αντάνια Σίμπλι στη Διεθνή Έκθεση της Φρανκφούρτης ξεσήκωσε αντιδράσεις. Συγγραφείς που διαμαρτύρονται για την κατάσταση στη Γάζα ενδεχομένως να αποκλειστούν από τα λογοτεχνικά φεστιβάλ και να χάσουν τις υποτροφίες τους. Κι ενώ «οι Γερμανοί διανοούμενοι προσπαθούν να επανορθώσουν για τις αμαρτίες των προγόνων τους, στις πλάτες των παιδιών της Παλαιστίνης», το ακροδεξιό κόμμα AfD αυξάνει συνεχώς την επιρροή του, με τους αρχηγούς των υπόλοιπων κομμάτων να δηλώνουν έτοιμοι να συνεργαστούν μαζί του.
«Θα επισημάνω τα αυτονόητα: ιστορικά, η ισλαμοφοβία έχει οδηγήσει στην ενίσχυση της τρομοκρατίας. Έχοντας μεγαλώσει στη Βοσνία, μπορώ να σας πω με απόλυτη βεβαιότητα πως ο φαύλος κύκλος δεν έχει τελειωμό. Πάντα θα υπάρχουν κι άλλα πτώματα που θα αποτελούν όπλα.
»Η υποκρισία του λευκού σωτήρα που παρατηρείται σήμερα στη Γερμανία θα ωφελήσει μακροπρόθεσμα μόνο τους λευκούς Γερμανούς. Είτε τάσσεστε ενάντια στον φασισμό, όποια μορφή κι αν πάρει, είτε είστε υποκριτές. Πρέπει να καταδικάζουμε την τρομοκρατική οργάνωση, αλλά και τις τρομοκρατικές ενέργειες μιας κυβέρνησης.
»Είμαι συγκλονισμένη από τις πράξεις της Χαμάς και σκέφτομαι συνεχώς τα θύματά της, αλλά δεν μπορώ να σταματήσω άμεσα τη δράση της. Οι φόροι που πληρώνω δεν ενισχύουν τη Χαμάς. Ωστόσο, μερικοί από τους φόρους που πληρώνω χρηματοδοτούν τον βομβαρδισμό της Γάζας. Την περίοδο μεταξύ 2018 και 2022, το Ισραήλ εισήγαγε όπλα αξίας 2,7 δισεκατομμυρίων δολαρίων από τις ΗΠΑ και τη Γερμανία.
»Εφόσον πλέον ζω στη Γερμανία, θεωρώ πως έχω ευθύνη να υποδείξω τη μονομέρεια, την υποκρισία και τη συγκατάθεση της χώρας στην εθνοκάθαρση της Γάζας. Κάθε ημέρα, περνώντας δίπλα από την πέτρα της Λούσι, θυμάμαι πως έχω ευθύνη. Θυμάμαι τι μπορεί να κάνει η σιωπή, πώς μπορεί να στοιχειώσει έναν τόπο, έναν λαό. Προέρχομαι από ένα σιωπηλό μέρος πνιγμένο στο αίμα. Ποτέ δεν πίστευα πως θα υπήρξε ξανά η ίδια σιωπή στη Γερμανία».