Του Αχιλλέα ΙΙΙ
»H ζωή μας είναι τόσο σύντομη που θα έπρεπε να γιορτάζουμε την κάθε μέρα,
την κάθε στιγμή,
την κάθε ανάσα!
»Ωστόσο, τι κάνουμε εμείς;
Παραμένουμε υπάκουοι στη μοίρα μας,
στο ίδιο σημείο,
πιστοί στη συνήθεια και στο καθήκον.
»Ξέρω, είπα “Θα έπρεπε να γιορτάζουμε την κάθε μέρα, την κάθε στιγμή, την κάθε ανάσα”. Να όμως που έφτασαν οι γιορτές και αισθάνομαι ότι καθόλου δεν με αφορούν. Πόση αλήθεια μπορεί να υπάρχει στη θεσμοθετημένη απόλαυση; Η πρόσβαση σε κάτι ευχάριστο όταν είναι αυστηρά προσδιορισμένη ως προς τη διάρκειά της; Τι αξία έχουν η εθιμοτυπική έκφραση θετικών συναισθημάτων και η ετήσια ανάσυρση από το πατάρι προκατασκευασμένων συνθηκών χαράς και ξεγνοιασιάς; Χαρά και ξεγνοιασιά για λίγο: αρχίζουν οι γιορτές, τελειώνουν οι γιορτές, και πίσω πάλι στα ίδια… Σου λέει ο άλλος “Οι γιορτές έχουν αξία επειδή κρατάνε λίγο. Αν ήταν όλες οι μέρες γιορτινές θα κατέληγαν ανούσιες, θα τις συνηθίζαμε και δεν θα τις εκτιμούσαμε”. Ενώ τώρα που οι γιορτές μοιάζουν με ένα κρεμασμένο πάνω από τη μύτη μας πλαστικό καρότο, είναι καλύτερα…
»Σοβαρά τώρα, δεν έχετε την αίσθηση ότι είμαστε όλοι μας αναλώσιμοι; Ότι συμμετέχουμε σε ένα παιχνίδι για την ικανοποίηση αποκλειστικά κατώτερων ενστίκτων, και μάλιστα ούτε καν των δικών μας ενστίκτων στις περισσότερες περιπτώσεις; Ασφαλώς υπάρχουν στον κόσμο μερικοί προνομιούχοι, αλλά είναι λίγοι. Για αυτούς η ζωή είναι γιορτή τριακόσιες εξήντα πέντε ημέρες τον χρόνο, ενώ όλοι οι άλλοι, οι πιο πολλοί, ζουν μόνο για τις (πάντοτε αυστηρά οριοθετημένες από τρίτους) γιορτές. Τότε τους επιτρέπεται να χαρούν. Ίσως και να τους επιβάλλεται κιόλας να χαρούν – αν, δηλαδή, δεν τους επιβάλλεται να κάνουν άλλους να χαρούν. Πριν και μετά από αυτές τις γιορτινές μέρες δεν τους προσφέρεται παρά το δικαίωμα της βύθισης στη μη ζωή, στον βάλτο της επανάληψης και των θλιβερών υποχρεώσεων.
»Πόσο θα ήθελα να ήταν τα πράγματα διαφορετικά! Να μπορούσα και εγώ να παρασυρθώ από τα ανούσια κύματα χαράς των ημερών∙ να έχω τη δυνατότητα να παραμερίσω για λίγο τις ανησυχίες και τη θλίψη που μου προκαλεί η αντίληψη της πραγματικότητας, και να καταφέρω, όπως όλοι, να αφεθώ –ή, έστω, να προσποιηθώ ότι αφήνομαι– στην προγραμματισμένη ανεμελιά. Όχι, όμως! Αντί για αυτό, τα πάντα γύρω μου μου θυμίζουν το πρόβλημα, αντί να με βοηθούν να το ξεχάσω. Βλέπω τα λαμπάκια να αναβοσβήνουν στις βιτρίνες και στα μπαλκόνια και μου φαίνεται ότι με περιγελούν∙ ότι χρησιμοποιούν κώδικα μορς –τελεία όταν ανάβουν και παύλα όταν μένουν σβηστά– για να διασκεδάσουν σε βάρος μου, σχολιάζοντας τις αντιδράσεις μου όσο με παρατηρούν να βασανίζομαι. Καταραμένα λαμπάκια! Δεν αποτυγχάνουν απλώς να φωτίσουν το σκοτάδι που κοχλάζει μέσα μου, αλλά το κάνουν ακόμη πιο πυκνό και, με τις ασήμαντες ρυθμικές λάμψεις τους, το αναδεύουν ώστε να γεννά ακόμη πιο σκοτεινές σκέψεις.
»Και έπειτα είναι και η κίνηση τόσων ανθρώπων με τα χέρια γεμάτα τσάντες με δώρα· αυτό το μεγάλο ποτάμι που κυλάει από τον κεντρικό πεζόδρομο της αγοράς και διακλαδώνεται σε παραποτάμους και ρυάκια προς τα διάφορα στενά, κατευθυνόμενο προς τις διάφορες γειτονιές, μέχρι να καταλήξει ο καθένας στο σπίτι του, μέσα σε ένα λιγότερο ή περισσότερο στολισμένο διαμέρισμα, ανάμεσα σε απομιμήσεις δέντρων, εποχιακά διακοσμητικά και ακόμη περισσότερα λαμπάκια. Καταραμένα λαμπάκια! Τόσοι άνθρωποι φορτωμένοι αυτές τις μέρες με επιπλέον αγωνίες: να γεμίσουν το ψυγείο, να καλέσουν κόσμο, να βρουν τι ρούχα θα φορέσουν, να επιλέξουν δώρα, να βρουν τρόπο να τα πληρώσουν κτλ. Ύστερα οι ίδιοι άνθρωποι θα ευχηθούν τα ίδια και τα ίδια, θα δεχτούν παρόμοιες ευχές, και μετά το τέλος των γιορτών θα επιστρέψουν στη ρουτίνα, στο σκαμμένο από τα ίδια τους τα βήματα μονοπάτι, να συνεχίσουν με το κεφάλι χαμηλά, με τα κορμιά σε κίνηση προς τα εμπρός, με φθίνουσα ταχύτητα, σε μια προδιαγεγραμμένη τροχιά προς την ανυπαρξία…»
Οι υπόλοιποι κουραμπιέδες στην πιατέλα γύρισαν προς τα πάνω και τον κοίταξαν αγανακτισμένοι. Καθόλου δεν άντεχαν πια ούτε τις γεμάτες πικρία κουβέντες του ούτε τον ίδιο. Δεν μπορούσαν να καταλάβουν τι στην ευχή είχε πάει στραβά μαζί του! Ήταν σαν να τον είχαν πλάσει με χολή και ασβεστοκονίαμα και όχι με ζάχαρη, αυγά και αλεύρι για όλες τις χρήσεις. Όχι μόνο τους χαλούσε τη διάθεση, αλλά φοβόντουσαν μήπως η μιζέρια του γινόταν αντιληπτή και έδιωχνε τους πελάτες, καταδικάζοντάς τους όλους τους να μείνουν στο ράφι, χάνοντας για πάντα την ευκαιρία να πάρουν θέση πάνω σε ένα στρωμένο τραπέζι για να γιορτάσουν και αυτοί όπως όλοι οι άλλοι. Άλλωστε δεν είχαν και πολύ χρόνο στη διάθεσή τους, και γνώριζαν καλά ότι ένας μπαγιάτικος κουραμπιές δεν μπορεί να ελπίζει σε τίποτα σπουδαίο…
Ξαφνικά η πόρτα του ζαχαροπλαστείου άνοιξε και, μαζί με τον παγωμένο αέρα, γλίστρησαν μέσα στο κατάστημα από τον πεζόδρομο οι νότες κάποιου χριστουγεννιάτικου τραγουδιού. Οι κουραμπιέδες τεντώθηκαν προς το μέρος του νεοεισερχόμενου. «Άλλο ένα θύμα των ημερών», μονολόγησε ο κατηφής κουραμπιές μέσα από τα σφιγμένα δόντια του. «Μα, επιτέλους, ας τον πάρει κάποιος αποδώ να ησυχάσουμε!» μουρμούρισαν τρεις τέσσερις από τους συντρόφους του.
«Ένα κιλό κουραμπιέδες, παρακαλώ», παρήγγειλε ο άνδρας.
Το χέρι της πωλήτριας απλώθηκε προς την πιατέλα και άρχισε να γεμίζει ένα κουτί. Εξαντλημένος από τον λόγο που είχε εκφωνήσει και προσπαθώντας να δείχνει αδιάφορος, ο κακοδιάθετος κουραμπιές είδε έπειτα από λίγο τα λεπτά γαντοφορεμένα δάκτυλα να πλησιάζουν προς το μέρος του και αναρίγησε, με τρόπο που προκάλεσε μια αδιόρατη στο γυμνό μάτι μετακίνηση των κόκκων της ζάχαρης άχνης στην επιφάνειά του. Εκείνος ήταν ο τελευταίος από τους περίπου τριάντα που επιλέχθηκαν, και η απομάκρυνσή του προσέφερε μεγάλη ανακούφιση σε όσους έμειναν πίσω στην πιατέλα και πανηγύριζαν για την απαλλαγή τους από την παρουσία του.
«Επιτέλους, ας τελειώνουμε μια ώρα αρχύτερα», σκέφτηκε καθώς προσγειωνόταν πάνω από τους άλλους μέσα στο χάρτινο κουτί, χωρίς να ομολογεί ούτε καν στον εαυτό του ότι ανυπομονούσε να εισέλθει σε ένα στολισμένο σαλόνι, να νιώσει τα γεμάτα λαχτάρα βλέμματα των πιτσιρικιών πάνω του, να βρεθεί ανάμεσα σε χαρούμενα ανθρώπινα πρόσωπα και –παρά τα όσα έλεγε τις τελευταίες μέρες– να γιορτάσει μαζί τους.
Το κουτί έκλεισε και οι κουραμπιέδες βυθίστηκαν στο σκοτάδι. Οι περισσότεροι τιτίβιζαν χαρούμενοι, εκείνος όμως καθόταν σιωπηλός, ευχαριστημένος που οι υπόλοιποι δεν μπορούσαν να διακρίνουν το χαμόγελο που είχε ανθίσει στο πρόσωπό του. Προς μεγάλη έκπληξη όλων, ωστόσο, το κουτί άνοιξε και πάλι δυο λεπτά αργότερα. Αρχικά φάνηκε το γαλάζιο του ουρανού· στη συνέχεια, είδαν ένα χέρι να πλησιάζει, να πιάνει τον δύσθυμο κουραμπιέ με τα δυο του δάχτυλα και να τον παίρνει από τους συντρόφους του σηκώνοντάς τον στον αέρα, όπως θα πρέπει να σήκωνε στον αέρα ο Κύκλωπας Πολύφημος έναν έναν τους άνδρες του Οδυσσέα για να τους κατασπαράξει. Τότε ο μοναδικός-κουραμπιές-του-κόσμου-που-απεχθανόταν-τις-γιορτές κατάλαβε ότι τα κρυφά όνειρά του θα μετατρέπονταν σε συντρίμμια, εξαιτίας της ατυχίας που είχε να πέσει στα χέρια ενός λαίμαργου άνδρα, ο οποίος δεν μπορούσε να περιμένει να φτάσει στο σπίτι αλλά είχε αποφασίσει να φάει εκεί, στη μέση του δρόμου, μακριά από την οικογενειακή θαλπωρή ενός στολισμένου σαλονιού, τον πρώτο κουραμπιέ των εορτών. Δυο μπουκιές αργότερα τα πάντα είχαν τελειώσει.
Ο χειμωνιάτικος αέρας συνέχισε να φυσάει αδιάφορος στον πεζόδρομο του εμπορικότερου δρόμου της πόλης. Ως μοναδικές αποδείξεις του μικρού δράματος που είχε εξελιχθεί σε κάποιο σημείο του είχαν απομείνει τα ίχνη της σκορπισμένης άχνης πάνω σε ένα σφιχτά τυλιγμένο σκούρο κασκόλ· εκεί ακριβώς όπου, αν κάποιος πλησίαζε υπερβολικά κοντά και κοίταζε με προσοχή, ίσως και να έβλεπε τους λευκούς κόκκους να σχηματίζουν –εντελώς τυχαία ή εν είδει αποχαιρετισμού– δυο λέξεις πολυχρησιμοποιημένες, που σημαίνουν τόσο πολλά και, την ίδια στιγμή, τόσο διαφορετικά πράγματα για τον καθένα: «Χρόνια πολλά».
Info
Ο Αχιλλέας ΙΙΙ γεννήθηκε στην Καβάλα το 1979. Είναι συγγραφέας, μουσικός και δημιουργός της σελίδας «Κομπλεξικό», μέσω της οποίας παραδίδει κάθε τόσο νέες λέξεις στην ελληνική γλώσσα, ερμηνευόμενες αυθαίρετα από τον ίδιο. Το 2021 έλαβε μισό Κρατικό βραβείο λογοτεχνίας για το βιβλίο του «Παραχαράκτης» (Νεφέλη, 2019).