Η σκηνοθέτις και διαπρεπής ενδυματολόγος-σκηνογράφος Εύα Νάθενα και η έμπειρη σεναριογράφος της Κατερίνα Μπέη υιοθέτησαν τη φεμινιστική και αντιπατριαρχική οπτική για να δημιουργήσουν αυτή τη φιλμική διασκευή του κλασικού μυθιστορήματος (ή νουβέλας) του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη και τη σκηνοθέτηση του σεναρίου που είχαν συλλάβει και εκπονήσει.
Η φεμινιστική, αντιανδροκρατική οπτική γωνία τους αξιοποιεί, εκφράζει και τονίζει τα κομμάτια του έργου που εστιάζουν στην εξαθλιωμένη, άσχημη, άδικη κι υποτιμημένη ζωή των γυναικών στην επαρχιακή, αγροτική Ελλάδα, στις Σποράδες και στα πέριξ, γύρω στα 1900.
Το φιλόδοξο και ακριβό, πρώτο φιλμ μεγάλου μήκους της Εύας Νάθενα, φτιαγμένο για το ευρύ κοινό, με δραματουργική-αφηγηματική δεξιότητα, περιγράφει τη φτωχική, κακή, στραπατσαρισμένη και δύσκολη κατάσταση της ζωής και της μοίρας των γυναικών της εποχής στη μη αστική Ελλάδα.
Γυναικεία κατάρα
Τα κορίτσια είναι σαν καταραμένα, ολοκληρωτικά ανεπιθύμητα από τις οικογένειες και τους γονείς τους· ένα δυσβάσταχτο φορτίο που επιφέρει την πληρωμή μεγάλης προίκας στον γαμπρό για να τα «αγοράσει», που φέρνει την ταπείνωση, την υποτίμηση και την κακομεταχείριση. Οι γυναίκες δεν έχουν στον ήλιο μοίρα, τσαλακώνονται και συνθλίβονται. Το παραδοσιακό οικογενειακό, κοινωνικό σύστημα τις εκμεταλλεύεται και τις ξεθεώνει στις δουλειές και οι άντρες τις χτυπούν και τις στύβουν.
Θα είχε πολύ ενδιαφέρον να επιχειρήσει κάποιος κριτικός/σχολιαστής/φιλόλογος, το κριτικό-μορφολογικό εγχείρημα να αναλύσει τις σχέσεις και τις αντιστοιχίες του ύφους της γραπτής γλώσσας του μυθιστορήματος με την οπτικοακουστική, φιλμική γλώσσα της ταινίας, μα δεν μπορούμε να το επιτελέσουμε εδώ και τώρα (1).
Στο φιλμ και στο μυθιστόρημα, η Χαδούλα εξεγείρεται στα τυφλά εναντίον αυτής της πανάσχημης κατάστασης, επιζητώντας να κάνει το καλό, κάτι θετικό, να απαλλάξει τα κορίτσια.
Να υπενθυμίσουμε απλά πως το φιλμ δεν οφείλει να αποτελεί πιστή μεταφορά του βιβλίου, ούτε η γλώσσα του συνέχεια της γλώσσας του πεζογραφήματος (άλλωστε έχουν γίνει πολλές σπουδαίες ταινίες από μέτρια βιβλία, ο μεγάλος Μπουνιουέλ υπήρξε μετρ σε αυτό). Κάθε γλώσσα, φιλμική ή λογοτεχνική ή θεατρική, οφείλει να ποντάρει στην αυτονομία της, στην αυτόνομη, ιδιάζουσα αξία της, στην ιδιαιτερότητα, βαρύτητα και δύναμη του εκφραστικού μέσου. Και κατά συνέπεια κάθε φιλμ να κρίνεται αυτόνομα.
Στο φιλμ και στο μυθιστόρημα, η Χαδούλα εξεγείρεται στα τυφλά εναντίον αυτής της πανάσχημης κατάστασης, επιζητώντας να κάνει το καλό, κάτι θετικό, να απαλλάξει τα κορίτσια, τους «χρεωμένους» με το κόστος των προικιών τους, πατεράδες και τις επιβαρημένες, φτωχές οικογένειες από τα οικονομικά και βιοτικά δεινά που τους περιμένουν. Ο Παπαδιαμάντης εμβάθυνε στα σκοτάδια της θαλασσοδαρμένης, τραγικής ψυχής της ηρωίδας του.
Η Χαδούλα, που υπήρξε κόρη, σύζυγος, γιαγιά, αγρότισσα, μαμή και γιάτρισσα, καταφέρνει μέσα από τις πολλαπλές επώδυνες εμπειρίες της, να εξεγερθεί, σκοτώνοντας, ήτοι πνίγοντας τα κοριτσόπουλα, επειδή είναι σκληρή, δυνατή, με δυο λόγια κυρίαρχη σε σύγκριση με τις άλλες, υπομονετικές γυναίκες που σκύβουν το κεφάλι, ακόμη και έναντι των αφελών ανδρών (ξεφεύγει από τις ανδροκρατούμενες αρχές και τη χωροφυλακή, κάτω απ’τα μάτια τους). Αποτελεί μια κοινωνική –και διανοητική, παρ’όλη την τρέλα της– εξαίρεση, μια ισχυρή γυναίκα, με σφιγμένα τα δόντια και τα χέρια τανάλιες (που όμως πονάνε, μάλλον απ’ τις τύψεις).
Υπαρξιακό δράμα
Η ταινία μάς εκθέτει κι εξυψώνει την ψυχογραφία της και το τραγικό υπαρξιακό δράμα της· έστω χρησιμοποιώντας κάποιον κινηματογραφικό ακαδημαϊσμό. Παραδείγματος χάριν, οι σεκάνς με τον χορό των μαυροντυμένων, χαροκαμένων γυναικών μάς φάνηκαν στερεοτυπικές. Η ταινία διαθέτει εικαστικότητα και ενιαίο, συμπαγές στυλ.
Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης γράφει και μας δίνει ως επώδυνο δώρο, την ηθογραφική και συνάμα ποιητικορεαλιστική περιγραφή της ζωής μιας εβδομηντάχρονης χήρας, τραγικής γραίας στη Σκιάθο, που υποφέρει από νέα. Σε έναν κόσμο επαχθή και περιορισμένο, σύμφωνα με τη σκηνοθέτιδα-σεναριογράφο, μέσα σε άτεγκτα πατριαρχικά, ιδεολογικά, ηθικά, θρησκευτικά, κοινωνικά και ταξικά όρια και φραγμούς, που τα αντιμετωπίζει κάνοντας επιμελώς μα μηχανικά τις δουλειές της, μιλώντας τυπικά και άψυχα, παρασκευάζοντας φυτικά φάρμακα για τους ασθενείς και πνίγοντας τα θηλυκά μωρά, ως παρανοϊκή μα τίμια μάγισσα-δράκαινα, που κατά βάθος απελευθερώνει και φέρεται δίκαια, όπως πιστεύει.
Η φόνισσα/γιάτρισσα γίνεται παραδόξως, φαντασιωσικά, όργανο των πασχόντων, αδικημένων ανθρώπων, των κακοποιημένων και συντριμμένων γυναικών.
Με την ατομική, μα και κοινωνικών διαστάσεών, εξέγερσή της Φραγκογιαννούς κατά της καθυστερημένης, μίζερης, πατριαρχικής, μισογύνικης και τραχιάς, κυρίως για τη γυναίκα, κοινωνίας και μοίρας, η φόνισσα/γιάτρισσα γίνεται παραδόξως, φαντασιωσικά, όργανο των πασχόντων, αδικημένων ανθρώπων, των κακοποιημένων και συντριμμένων γυναικών, της γεμάτης ανισότητες κι αδικίες κοινωνίας, μα και όργανο του Θεού, σύμφωνα με τις ηθικές αντιλήψεις και τη μεταφυσική σύλληψη του μεγάλου Έλληνα λογοτέχνη (2).
Η σκηνοθεσία έχει συγκρότηση και δημιουργεί ζοφερή ατμόσφαιρα. Ο ρυθμός είναι σφιχτός. Ορισμένα πλάνα μοιάζουν με επιβλητικούς πίνακες σε εσωτερικό σπιτιού της εποχής. Τα σκηνικά των λιτών εσωτερικών χώρων και των πετρωδών, κακοτράχαλων εξωτερικών, φυσικών χώρων (επιλέχτηκε για πολλά γυρίσματα η Μάνη), αναδεικνύονται πολύ επεξεργασμένα, σκληρά και λειτουργικά.
Ομιχλώδεις εφιάλτες
Η σκηνοθεσία αποδίδει εκφραστικά τους ομιχλώδεις εφιάλτες κι αναμνήσεις, τα θολά οράματα της Φραγκογιαννούς. Η φωτογραφία είναι μουντή, αποχρωματισμένη, γκρίζα και μελαγχολική, και δεν μας ενθουσίασε. Μερικές στιγμές, το αισθητικό στυλιζάρισμα φαίνεται υπερτονισμένο, με πολύ έντονες μορφικές υπογραμμίσεις.
Το τελευταίο μέρος της αφήγησης προσιδιάζει σε θρίλερ, σε περιπέτεια που περιγράφει το φευγιό και το κυνηγητό της Χαδούλας από τους ανθρώπους του νόμου και τους συμπολίτες της.
H ερμηνεία της Καρυοφυλλιάς Καραμπέτη είναι συγκρατημένη και ρεαλιστική, μα μας καθηλώνει, χωρίς υπερβολές. Εξίσου καλές και στιβαρές είναι οι ερμηνείες της Πηνελόπης Τσιλίκα που υποδύεται με συναισθηματική ένταση την κόρη της και της Μαρίας Πρωτόπαππα που ερμηνεύει τη μητέρα της Χαδούλας.
Το τελευταίο μέρος της αφήγησης προσιδιάζει σε θρίλερ, σε περιπέτεια που περιγράφει το φευγιό και το κυνηγητό της Χαδούλας από τους ανθρώπους του νόμου και τους συμπολίτες της. Το κυριότερο υφολογικό και δραματουργικό πρόβλημα της ταινίας συνίσταται στο ότι είναι βαριά, ασφυκτική, στενάχωρη και πένθιμη, χωρίς ανοίγματα αισιοδοξίας, χωρίς χαμόγελο, υπάρχει μόνο ως μια γκριμάτσα πόνου απέναντι στον θεατή· (δεν ανεβάζει τη διάθεσή του, το πέταγμά του προς τα πάνω, όπως συνήθως κάνει το ανώτερο έργο τέχνης, σαν τα εξίσου σοβαρά και βαριά φιλμ του Μπέργκμαν και του Ντράγερ και το ίδιο το μυθιστόρημα του Αλ. Παπαδιαμάντη) (3).
Σημειώσεις
(1). Η επιμονή σε μια έντονα τονισμένη ιδεολογική ή ιδεολογικοπολιτική ανάλυση του περιεχομένου των έργων δεν μας λέει πάρα πολλά πράγματα, όπως έχουμε γράψει αλλού, γιατί η έντονη ιδεολογικοποίηση της ανάγνωσης/ερμηνείας των καλλιτεχνικών έργων μειώνει τον αισθητικο-σημασιολογικό πλούτο τους, από τον οποίο δεν μπορούμε να παραλείψουμε και να υποτιμήσουμε τη μορφολογική, στυλιστική διάσταση (μιας και οι μορφές και τα σημαίνοντα φέρουν τα νοήματα και τα σημαινόμενα).
(2). Η φιλόλογος Αγγ. Καστρινάκη λέει πως «Η φόνισσα» του Παπαδιαμάντη είναι ένα έργο πάνω στην ανθρώπινη δυστυχία· δυστυχείς στον κόσμο του απομονωμένου χωριού που δεν έχει στον ήλιο μοίρα, είναι ουσιαστικά όλοι, γυναίκες, παιδιά και φτωχοί άντρες. Και οι γυναικοκτονίες των κοριτσιών γίνονται πρωτίστως από μια ισχυρή γυναίκα· στο φιλμ δείχνεται όμως κι ο θάνατος μιας γυναίκας από τον ξυλοδαρμό του βάναυσου συζύγου της – και «εκτός πεδίου» της κάμερας, υπάρχουν βέβαια, σιωπηρά, και άλλοι, για τους οποίους οι συγχωριανοί κάνουν τα στραβά μάτια… Το βλέμμα της Ε. Νάθενα και της Κ. Μπέη στα κοινωνικά πράγματα, στην κοινωνικοπολιτική συνθήκη ζωής, είναι αντιφαλλοκρατικό και φεμινιστικό.
Η γιάτρισσα-φόνισσα δολοφονώντας τα παιδιά, ενστερνίζεται έμμεσα κι αναπαράγει τις απόψεις του Παπαδιαμάντη πως η αναπαραγωγή και η τεκνοποιία δεν είναι ευκταίες, διότι το σεξ είναι απορριπτέο και προς αποφυγήν, όπως η Αγγ. Καστρινάκη ανέλυσε την άποψη του μεγάλου συγγραφέα (στη μελέτη της Έρως νάρκισσος, έρως θείος: όψεις του έρωτα στο έργο του Παπαδιαμάντη, εκδ. ΠΕΚ).
Υπ’ αυτό το πρίσμα, η τραγική Χαδούλα σκοτώνει τα παιδιά, απότοκα του σεξ, της σεξουαλικής πράξης των ζευγαριών που αποτελεί, κατά τον Α. Παπαδιαμάντη, απευκταία αναπαραγωγή του μοιραίου, καταστροφικού προπατορικού αμαρτήματος. Η φόνισσα κάνει, λοιπόν, έργο επωφελές για τους ανθρώπους, ειδικά τις κοπέλες, που θα δυστυχήσουν αργότερα, όταν μεγαλώσουν, καθώς και για την κοινωνία, απαλλάσσοντάς την νωρίς από τους καταφρονεμένους, μα και υπηρετώντας τη θεία βούληση.
(3). Ο Μ. Μαλακάσης γράφει σχετικά για τον Παπαδιαμάντη ότι «σώζεται από το καθετί που θα έκανε το έργο του ν’ αρρωσταίνει ψυχές.»
* Ο ΘΟΔΩΡΟΣ ΣΟΥΜΑΣ είναι συγγραφέας και κριτικός κινηματογράφου. Τελευταίο του βιβλίο, η αναθεωρημένη έκδοση του «Εθνικές κινηματογραφίες, στιλ και σκηνοθέτες» (εκδ. Αιγόκερως).