Τόσο από γραπτές μαρτυρίες εξόριστων στο νησί, όσο και από την προσωπική μαρτυρία του Γρηγόρη Ριζόπουλου που 15χρονος στάλθηκε στην εξορία, γίνεται φανερό ότι χωρίς την βοήθεια των κατοίκων της Αλοννήσου οι άνθρωποι αυτοί δεν θα μπορούσαν να επιβιώσουν. Είναι χαρακτηριστική η φράση εξόριστου στην κόρη του: «να ξέρεις κόρη μου ότι στην Αλόννησο κατοικεί ο Θεός».
Ακολουθεί ένα απόσπασμα από τη Β’ έκδοση του βιβλίου «Εξόριστοι στην Αλόννησο», που δείχνει το μεγαλείο των φτωχών κατοίκων της Αλοννήσου, που συμπόνησαν και προστάτευσαν, όσο μπορούσαν, τους εξόριστους ανθρώπους που ο οραματισμός τους, ο αγώνας τους για την Ελευθερία και ο μόχθος τους για αλλαγή ανταμείφθηκε από το Κράτος και τη Βία με την βαριά ποινή της εξορίας.
Παναγιώτης Καλογιάννης
Πορεία στη βροχή – συγκινητικός αποχαιρετισμός
«Ύστερα από την αποτυχημένη το 1947 προσπάθεια απόδρασης 12 εξόριστων μεταξύ των οποίων υπήρχαν και μέλη της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ (Σωτηρόπουλος Σωτήρης, Ισαριώτης Πολύβιος), της ΕΠΟΝ (Μυριαγκός Μιχάλης) και την πετυχημένη απόδραση του γιατρού Κολοβού, η Αλόννησος έπαψε να είναι ασφαλής τόπος εξορίας. Γι’ αυτό την ημέρα των Χριστουγέννων του 1947 ένας μεγάλος αριθμός εξόριστων πήρε το δρόμο για άλλα νησιά. την Ικαρία και την Μακρόνησο. Νησιά φορτωμένα οδύνη και ανθρώπινη ταπείνωση, αγριότητα και ντροπή για κείνους που συγκέντρωσαν εδώ όλα τα κοινωνικά κατακάθια για να ”αναμορφώσουν” αυτούς που σε δύσκολους καιρούς εκπροσώπησαν την παληκαριά, την αρετή, την τόλμη και την αγάπη αυτού του λαού για τον τόπο του και την ιστορία του.
Μέρες πριν τα Χριστούγεννα φυσούσε ένας διαβολεμένος παγωμένος αέρας που σφύριζε παρατεταμένα τρέχοντας ανάμεσα από τις στέγες, και τρύπωνε από τις χαραμάδες στα φτωχικά σπιτάκια. Την παραμονή των Χριστουγέννων ο άνεμος καλμάρισε κάπως, και στις απογευματινές ώρες έφθασαν οι πρώτες σταγόνες βροχής που συνεχώς δυνάμωνε και δεν έλεγε να πάψει. Όλη τη νύχτα το νερό έπεφτε από τον σκοτεινό ουρανό δαρτό, και έτρεχε ασταμάτητα από τις σκεπές με ορμή. Κυλούσε σαν ποτάμι στα κατηφορικά πέτρινα καλντερίμια, στις τάφρους και τα χαντάκια. Η αντάρα της βροχής χτυπούσε αλύπητα τη γη, τα δένδρα και οτιδήποτε τολμούσε να κυκλοφορεί. Οι αστραπές φώτιζαν τη νύχτα με τη λάμψη τους και οι βροντές που ακολουθούσαν τράνταζαν τον ουρανό, γεμίζοντας με πάταγο τον αέρα με τα μπουμπουνητά τους. Εγώ κουλουριασμένος μονολογούσα: κάλιο αστραπές και βροντές παρά η οργή του Ποσειδώνα.
Στην σκοτεινιασμένη ατμόσφαιρα, στην καταιγίδα που δεν έλεγε να κοπάσει και μας έκανε παπί πριν ακόμα ξεκινήσουμε, μια ευχάριστη έκπληξη μας περίμενε, και την ημέρα εκείνη πήραμε το καλύτερο χριστουγεννιάτικο δώρο της ζωής μας. Όλοι οι κάτοικοι του χωριού, μικροί – μεγάλοι, αντί να κλειστούν στα σπίτια τους να προφυλαχτούν από τη δυνατή καταιγίδα και τους κεραυνούς του Δία που βροντώντας εκκωφαντικά έπεφταν ασταμάτητα, άφησαν τη ζεστασιά που τα αναμμένα κούτσουρα στο τζάκι σκόρπιζαν, και με τη θλίψη διάχυτη στα πρόσωπά τους μας συνόδεψαν μέχρι το Πατητήρι.
Κατηφορίζοντας προς το λιμάνι, ο ήλιος είχε σηκωθεί μα δεν φαινόταν. Ακούγαμε το νερό που κακάριζε στο ρέμα, και βλέπαμε το ρυάκι που είχε φουσκώσει, είχε γίνει χείμαρρος και κατέβαζε νερό λερωμένο με άσπρα και κόκκινα χώματα. Το κόασμα των βατράχων δεν ακούγονταν, και τα πουλιά κουρνιασμένα δεν μας έκαναν υποκλίσεις ούτε κελάηδησαν σαν να έδειχναν και αυτά τη θλίψη τους.
Στο βουβό θρήνο που ήταν διάχυτος στην ατμόσφαιρα, όταν αποχαιρετιζόμασταν για να μπούμε στο καΐκι οι χωρικοί μας έδιναν ότι είχαν από το υστέρημά τους. Άλλος λίγες φακές, άλλος πορτοκάλια, άλλος σύκα, άλλος καρύδια, άλλος λίγες δεκάρες κλπ. . Εμείς, δεν μπορούσαμε να διακρίνουμε αν το τρέξιμο των ματιών τους ήταν νερό της βροχής ή τα δάκρυά τους. Πήραν το δρόμο του γυρισμού μόνο όταν το καΐκι βγήκε από το λιμάνι που κόχλαζε από τις χοντρές σταγόνες που έδερναν τη θάλασσα.
Φθάσαμε στη Σκόπελο μουσκεμένοι ως το κόκαλο με τα μπογαλάκια μας να έχουν βαρύνει και να στάζουν νερό. Μόνο οι βαλίτσες με ελαφρύ μέταλλο άντεξαν στη νεροπομπή, στις οποίες είχαμε κάνει διπλούς πάτους προκειμένου να κρύψουμε διάφορα γραπτά. Ο νωματάρχης στη Σκόπελο όχι μόνο δεν συγκινήθηκε από την κατάστασή μας, αλλά θεώρησε ότι οι στερήσεις και οι ταλαιπωρίες είναι απαραίτητες για την ”αναμόρφωσή” μας και δεν επέτρεψε να ανοίξει το σχολείο να μπούμε μέσα και να απαγκιάσουμε για λίγο. Ευτυχώς ένας φούρναρης με περίσσεια καλοσύνη και χριστουγεννιάτικη αγάπη, μας έδωσε λίγο ψωμί. Κάναμε Χριστούγεννα με το ψωμί του καλού φούρναρη και λίγες κονσέρβες που είχαμε. Κουραμπιέδες και μελομακάρονα γευτήκαμε μόνο με… τη σκέψη μας. Το απόγευμα σταμάτησε η βροχή, βγήκε ο ήλιος, στύψαμε τα ρούχα μας και αναζητούσαμε λίγη ζεστασιά κάτω από τις ακτίνες του.»