Γράφει ο Γιώργος Σιακαντάρης
Πορεία από το διεθνικό στο εθνικό
Ο συγγραφέας αυτού του πρωτότυπου σε ιδέες και ιλιγγιώδους σε όγκου πρωτογενών (αρχεία) και δευτερογενών (βιβλιογραφία) στοιχείων συμπυκνώνει σε 700 σελίδες όλη την ιστορία του ελληνικού κομμουνισμού. Και μιλάμε εδώ για τον ελληνικό κομμουνισμό και όχι για το ΚΚΕ, γιατί στις σελίδες αυτού του βιβλίου θα συναντήσουμε την ιστορία από τη δεύτερη δεκαετία του 20ου αιώνα έως την πτώση της δικτατορίας των συνταγματαρχών όλων των κομμουνιστικών και αριστερών ρευμάτων (σοσιαλιστικών, αρχειομαρξιστικών, τροτσκιστικών, ευρωκομμουνιστικών, ριζοσπαστικών αριστερών και νεοαριστερών). Όχι όμως και των σοσιαλδημοκρατικών. Θα επιστρέψω στο τελευταίο. Ενώ απουσιάζει και η ιστορία του αναρχικού ρεύματος.
Αλλά και πάλι αυτή η περιγραφή δεν αποδίδει την πλήρη εικόνα του βιβλίου. Γιατί ο συγγραφέας και ιστορικός Κωστής Καρπόζηλος δεν αφηγείται μια γραμμική ιστορία του ελληνικού κομμουνισμού από το 1912 έως το 1974, αλλά μια ιστορία των πολλαπλών γεωγραφιών του κομμουνισμού. Γίνεται λόγος εδώ για τον σοσιαλισμό των Εβραίων της Θεσσαλονίκης, για τον κομμουνισμό των προσφύγων, για τον κομμουνισμό των εκπροσώπων της Διεθνούς, για τον κομμουνισμό της Ρωσικής Επανάστασης και του αντιφασιστικού πολέμου, αλλά και για τον κομμουνισμό του κόμματος της «Ανατολής». Για να καταλήξει στον δυτικό κομμουνισμό και στο αίνιγμα της αναζήτησης της δημοκρατίας από τους κομμουνιστές του εξωτερικού και του εσωτερικού μετώπου κατά της δικτατορίας. Ούτε όμως τώρα αποδίδεται η όλη εικόνα αυτού του εξαιρετικού πονήματος. Αυτό το διατρέχει εγκάρσια μια σκέψη και μια ανάλυση. Αυτή της σταδιακής μετάβασης του κομμουνιστικού κινήματος από το διεθνικό στο εθνικό πεδίο. Μια διεθνική ιστορία που κατέβαλε μεγάλη προσπάθεια να νομιμοποιηθεί και ως εθνική.
Μα καλά έχει νόημα πλέον να μιλάμε σήμερα για τον κομμουνισμό; Ένα σύστημα που κατέρρευσε παταγωδώς μέσα στη χλεύη και την απαξίωσή του απ’ όλους; Να μια ερώτηση που δείχνει πόσο δύσκολο είναι να κατανοήσει κανείς ένα σύστημα ιδεών που αν και οδήγησε στον χειρότερο ολοκληρωτισμό όλων των εποχών, μαζί με αυτόν του ναζισμού, πρόσφερε νόημα ζωής σε χιλιάδες αγωνιστές για τη δημοκρατία. Αγωνιστές για τη δημοκρατία που αγάπησαν ένα σύστημα που μίσησε τη δημοκρατία; Ναι, γιατί κι ο Χέγκελ πολύ νωρίτερα είχε αναφερθεί στην «πανουργία της ιστορίας». Ένα σύστημα που αν και στη φύση του ήταν βαθιά ολοκληρωτικό, συνέβαλε τα μέγιστα στον εκδημοκρατισμό των δυτικών κοινωνιών. Κοινωνίες που ίσως να μην είχαν φτάσει στο κράτος πρόνοιας ή να είχαν φτάσει σ’ αυτό πολύ αργά, που ίσως να μην είχαν γνωρίσει μια τέτοια μείωση των ανισοτήτων όπως αυτή της χρυσής τριακονταετίας, χωρίς το φόβητρο του κομμουνισμού. Αυτός ο κομμουνισμός κατά τον Καρπόζηλο ήταν ένα θελκτικό για τους καταπιεσμένους, αλλά και για πολλούς αστούς και διανοούμενους, απελευθερωτικό κίνημα, αλλά συνάμα ήταν και «ένας καταπιεστικός μηχανισμός που στηρίχθηκε στην απόλυτη πειθαρχία, στην υπαγωγή του ατόμου στη συλλογική βούληση, στην άσκηση εξουσίας σε συνθήκες ανελευθερίας και κατάπνιξης της υπόσχεσης για μια κοινωνία ισότητας και δικαιοσύνης» (σ. 26).
Ένα σύστημα που αν και στη φύση του ήταν βαθιά ολοκληρωτικό, συνέβαλε τα μέγιστα στον εκδημοκρατισμό των δυτικών κοινωνιών. Κοινωνίες που ίσως να μην είχαν φτάσει στο κράτος πρόνοιας ή να είχαν φτάσει σ’ αυτό πολύ αργά, που ίσως να μην είχαν γνωρίσει μια τέτοια μείωση των ανισοτήτων όπως αυτή της χρυσής τριακονταετίας, χωρίς το φόβητρο του κομμουνισμού.
Ο συγγραφέας όμως αποφεύγει τόσο τον σκόπελο του εξαγνισμού του κομμουνισμού ως μηνύματος ατομικής χειραφέτησης (Καρλ Μαρξ) αλλά και του φτηνού αντικομμουνισμού που τον έβλεπε μόνο ως μήνυμα ολοκληρωτισμού. Αυτή η προσέγγιση δεν έχει μόνο πολιτικές συνέπειες αλλά και επιστημονικές. Βοηθά τον συγγραφέα να προσεγγίσει τον ελληνικό κομμουνισμό όχι μέσα από τα απλουστευτικά σχήματα «φιλελεύθεροι φίλοι της δημοκρατίας» και «κομμουνιστές και ναζί εχθροί της δημοκρατίας», αποφεύγοντας τον αναχρονισμό της ταύτισης των πηγών του κομμουνισμού με αυτές του ναζισμού. Αυτή η προσέγγιση βοηθά τον συγγραφέα να παρακολουθήσει την κίνηση των Ελλήνων κομμουνιστών από το διεθνικό πεδίο στο έθνος, αλλά κυρίως να καταγράψει το απελευθερωτικό μήνυμα που εμπεριεχόταν στην κομμουνιστική υπόσχεση, έστω κι αν αυτή κατέληξε εκεί που κατέληξε.
Ο Αβραάμ Μπεναρόγια, εβραίος σοσιαλιστής, κεντρική μορφή στην περίφημη πολιτική οργάνωση Φεντερασιόν, της Θεσσαλονίκης. |
Οι πέντε διαδρομές του σοσιαλισμού και του κομμουνισμού
Καταρχάς τη διεθνική υπόσχεση του σοσιαλισμού, πριν αυτός γίνει κομμουνισμός, την εξέφρασαν ακόμα μέσα στο πλαίσιο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας οι Εβραίοι της. Οι σοσιαλιστές Εβραίοι της Θεσσαλονίκης μέχρι το 1912 είναι υπήκοοι Οθωμανοί και εκπροσωπούνται από τη γνωστή Φεντερασιόν, της οποίας ηγείτο η φυσιογνωμία του Αβραάμ Μπεναρόγια. Αυτοί ήταν θετικά διακείμενοι περισσότερο στην πολυπολιτισμική Οθωμανική Αυτοκρατορία, παρά στην εθνική έκφραση που πήρε η πόλη τους μετά την ελληνική απελευθέρωση. Κάτι που γι’ αυτούς μάλλον ήταν «κατάκτηση» και όχι απελευθέρωση. Στη συνέχεια όμως ενσωματώθηκαν στην ελληνική εθνική αφήγηση και όχι μόνο αυτό, έγιναν κι ο καταλύτης για την ίδρυση, μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, τον Νοέμβριο του 1918, του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος Ελλάδας (ΣΕΚΕ). Έκτοτε αρχίζει ο εξελληνισμός του σοσιαλισμού στη χώρα μας.
Από την πρώτη στιγμή η ίδρυση του σοσιαλισμού, ο οποίος στη συνέχεια μετατράπηκε σε κομμουνισμό, αλλά όχι και σε σοσιαλδημοκρατία, θέτει το ζήτημα της σχέσης της διεθνικότητας με την ελληνικότητα. Για τις δεξιές δυνάμεις ο σοσιαλισμός ήταν απειλή για τα εθνικά συμφέροντα. Κι όμως! Η Φεντερασιόν στον Μεγάλο Διχασμό βρέθηκε πιο κοντά στον βασιλιά παρά στον Βενιζέλο.
Η Φεντερασιόν εξέφρασε αρχικά τη διπλή φύση του σοσιαλιστικού κινήματος. Οργάνωση που δρα εντός της ελληνικής επικράτειας, αλλά ταυτοχρόνως την υπερβαίνει, αφού δεν ήταν ενσωματωμένη στην ελληνική πραγματικότητα. Από την πρώτη στιγμή η ίδρυση του σοσιαλισμού, ο οποίος στη συνέχεια μετατράπηκε σε κομμουνισμό, αλλά όχι και σε σοσιαλδημοκρατία, θέτει το ζήτημα της σχέσης της διεθνικότητας με την ελληνικότητα. Για τις δεξιές δυνάμεις ο σοσιαλισμός ήταν απειλή για τα εθνικά συμφέροντα. Κι όμως! Η Φεντερασιόν στον Μεγάλο Διχασμό βρέθηκε πιο κοντά στον βασιλιά παρά στον Βενιζέλο. Ο λόγος ήταν η αντίθεσή της στον Πόλεμο. Τότε έγινε και η πρώτη διάσπασή της. Αφού Έλληνες σοσιαλιστές όπως ο αντισημίτης Νικόλαος Γιαννιός, ο Γεώργιος Σκληρός, o Πλάτων Δρακούλης, ο Κώστας Χατζόπουλος στήριξαν την «εθνική προσπάθεια» του Ελευθέριου Βενιζέλου και τάχθηκαν υπέρ της συμμετοχής της χώρας στην Αντάντ. Οι δυο βουλευτές της Φεντερασιόν, ο Αλβέρτος Κουριέλ και ο Νικόλαος Σιδέρης, μετά από ταλαντεύσεις, το 1915 ο Σιδέρης κατήγγειλε τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, το 1917 τάχθηκαν και αυτοί στο πλευρό του Βενιζέλου.
Αρχίζει πλέον να διαμορφώνεται αυτό που ο συγγραφέας ονομάζει σοσιαλισμό του έθνους. Ακόμη και η ίδρυση του ΣΕΚΕ το 1918 δεν σήμανε αυτόματα τη λύση της αντίφασης μεταξύ διεθνικού και εθνικού στις τάξεις των σοσιαλιστών που ξεκινούσαν τότε να γίνονται μπολσεβίκοι. Η μπολσεβικοποίηση του κόμματος ξεκινά το 1924 – διαγραφή του Μπεναρόγια ως οπορτουνιστή και «δεξιού»– και ολοκληρώνεται το 1931 με την άνοδο του Νίκου Ζαχαριάδη ως Γενικού Γραμματέα του κόμματος.
Ο Νίκος Ζαχαριάδης |
Για να φτάσουμε όμως ως εκεί, καταλύτης ήταν ο ρόλος των προσφύγων από την Μικρά Ασία, αλλά και αυτών των Ελλήνων που είχαν καταφύγει στη Ρωσία διωγμένοι από τους Οθωμανούς και τους Νεότουρκους, καθώς και των λίγων Ελλήνων που είχαν σπουδάσει στις κομματικές Σχολές της Μόσχας. Αυτή ήταν η δεύτερη διαδρομή. Ειδικά στις δυο σχολές της Μόσχας σμιλεύτηκε το «ατσάλι» των στελεχών του κόμματος, οι αποκαλούμενοι και κούτβηδες από το όνομα της Σχολής (ΚΟΥΤΒ). Ο Νίκος Ζαχαριάδης ήταν ένας εξ αυτών.
Οι πρόσφυγες της Μικράς Ασίας θεωρήθηκαν δυνάμει ανατρεπτικό στοιχείο. Και είναι αλήθεια πως πολλοί απ’ αυτούς προσέγγισαν το ΣΕΚΕ, ιδιαίτερα από τη στιγμή που μετά τη Συνθήκη της Λοζάνης συνειδητοποίησαν πως δεν υπάρχει επιστροφή στην παλιά τους πατρίδα. Οι πρόσφυγες αν και Έλληνες, θεωρούνταν «ξένοι». Αυτό έσπρωξε πολλούς εξ αυτών προς τον διαμορφούμενο ελληνικό κομμουνισμό. Η συντριπτική πλειονότητα των προσφύγων δεν ακολούθησε το ΚΚΕ, αλλά πολλά από τα στελέχη του ήταν πρόσφυγες. Ο κομμουνισμός και το όραμα μιας καλύτερης γι’ αυτούς κοινωνίας, έδινε σ’ αυτούς τους «αόρατους» για την υπόλοιπη κοινωνία ανθρώπους μια διαφυγή ένταξης. Κάτι ανάλογο συνέβη και με τους προερχόμενους από τη Ρωσία πρόσφυγες. «Στον κόσμο αυτό, το κομμουνιστικό κίνημα πρόσφερε κάτι μοναδικό. Την ένταξη σε ένα συνεκτικό και ταυτόχρονα ανοικτό πλαίσιο που στηριζόταν σε μια κρίσιμη νοητική αναστροφή: τα θύματα της ιστορίας ήταν οι σημερινοί πρωταγωνιστές της» (σ. 199).
Η συντριπτική πλειονότητα των προσφύγων δεν ακολούθησε το ΚΚΕ, αλλά πολλά από τα στελέχη του ήταν πρόσφυγες. Ο κομμουνισμός και το όραμα μιας καλύτερης γι’ αυτούς κοινωνίας, έδινε σ’ αυτούς τους «αόρατους» για την υπόλοιπη κοινωνία ανθρώπους μια διαφυγή ένταξης. Κάτι ανάλογο συνέβη και με τους προερχόμενους από τη Ρωσία πρόσφυγες.
Η τρίτη διαδρομή του ελληνικού κομμουνισμού ήταν αυτή που μετέτρεψε το ΣΕΚΕ σε ΚΚΕ και από εκεί σε κόμμα της Διεθνούς. Το κόμμα δηλαδή της Επανάστασης που θεωρείτο παγκόσμια, άρα και το κόμμα της ήταν παγκόσμιο και όχι εθνικό. Η Τρίτη Διεθνής ήταν μια πρόταση οργάνωσης των καταπιεσμένων όλων των λαών, συμπεριλαμβανόμενων και αυτών των αποικιοκρατούμενων χωρών. Ήταν το «ενιαίο κομμουνιστικό κόμμα ολόκληρου του κόσμου». Βεβαίως για να γίνει ΚΚΕ το ΣΕΚΕ και για να μπολσεβικοποιηθεί το νέο κόμμα δόθηκαν πολλές μάχες που οδήγησαν και στις διαγραφές όχι μόνο του Μπεναρόγια, αλλά και των προηγούμενων Γραμματέων του όπως ο Κορδάτος και ο Πουλιόπουλος.
Ο Καρπόζηλος παρατηρεί και σημειώνει όλα αυτά, εστιάζει όμως στη σχέση διεθνικού και εθνικού σ’ αυτή την περίοδο και στο πώς ο ελληνικός κομμουνισμός, λόγω και του Μακεδονικού, προσπάθησε να αποφύγει την κατηγόρια περί αντεθνικού κόμματος. Ενός κόμματος όμως που κινείτο ακόμα έως το 1936 σε διεθνικό μέτωπο. Ένα κόμμα που τότε «μάθαινε μπολσεβίκικα». Το 1936 και τα Εθνικά Μέτωπα σηματοδοτούν τη στροφή προς το έθνος και στην περίπτωσή μας την ελληνοποίηση του κομμουνιστικού κινήματος. Την ίδια στιγμή στη Ρωσία έχουμε στροφή κατά των μειονοτήτων που μέχρι τότε ενισχύονταν από το σοβιετικό κράτος. Αρχίζουν απολύσεις, διώξεις και μετακινήσεις των μειονοτήτων που φυσικά θίγουν και τους Έλληνες που ζούσαν στη Ρωσία, ακόμα και τα στελέχη του κόμματος.
Η τέταρτη διαδρομή του ελληνικού κομμουνισμού ήταν ό,τι αναπτύχθηκε στις τάξεις του ελληνικού στρατού στην Παλαιστίνη και την Αφρική. Η εξέγερση του 1943 των Ελλήνων στρατιωτών που ζητούσαν παραίτηση της εξόριστης κυβέρνησης και ενεργότερη συμμετοχή στον πόλεμο, καθοδηγούμενων από κομμουνιστές φαντάρους και κομμουνιστικές οργανώσεις, όχι άμεσα ελεγχόμενες από το κόμμα, οδήγησαν στην ήττα τους και κυρίως στην καταδίκη τους από το κόμμα με τη Συνθήκη του Λιβάνου.
Ο Κωστής Καρπόζηλος είναι ιστορικός. Είναι ο συγγραφέας των Αρχείο Σταύρου Καλλέργη: Ψηφίδες από τον σχεδιασμό της σοσιαλιστικής πολιτείας (Μουσείο Μπενάκη, 2013), Κόκκινη Αμερική: Έλληνες μετανάστες και το όραμα ενός Νέου Κόσμου, 1900-1950 (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2017· αγγλική μετάφραση, Berghahn Books, 2023) και (με τον Δημήτρη Χριστόπουλο), 10+1 ερωτήσεις και απαντήσεις για το Μακεδονικό (Πόλις, 2018). Έχει διδάξει στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου και στο Columbia University, ενώ από το 2016 έως το 2023 ήταν διευθυντής των Αρχείων Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας (ΑΣΚΙ). Είναι εκπρόσωπος τύπου του κόμματος «Νέα αριστερά». |
Η πέμπτη διαδρομή ήταν αυτή του διεθνικού σοσιαλισμού-κομμουνισμού. Κι αυτή στηρίχθηκε σε πρόσφυγες, αλλά αυτή τη φορά με αντίθετη φορά. Από την Ελλάδα προς τις χώρες του «υπαρκτού σοσιαλισμού». Η ζωή των προσφύγων, κυρίως στην Τασκένδη, στο Βουκουρέστι, έδρα της ηγεσίας του ΚΚΕ και στις άλλες πόλεις του «υπαρκτού», ξεκίνησε ως κοινοβιακή και άμεσα ελεγχόμενη από το κόμμα. Από τους πρόσφυγες από τη μια ζητείτο η προσαρμογή στη νέα πατρίδα, από την άλλη όμως τούς καλλιεργείτο η ελπίδα του επαναπατρισμού. Ο Στάλιν όμως μετά το 1949 ξέκοψε στον Ζαχαριάδη και το κόμμα οποιαδήποτε σκέψη για επιστροφή στον Εμφύλιο. «Το όπλο παρά πόδα» ήταν πλέον μια αντισοβιετική σκέψη και ενέργεια. Ο ελληνικός κομμουνισμός στις «ανατολικές χώρες» ταλαντεύθηκε ανάμεσα στην υπεράσπιση της Σοβιετικής πατρίδας και της πραγματικής μητέρας-πατρίδας που ήταν η Ελλάδα και η ελληνικότητα. Εντούτοις είναι πλέον η πρώτη φορά που ο ελληνικός κομμουνισμός ανέπνεε εξολοκλήρου εκτός της εθνικής επικράτειας.
Σταδιακά οι πρόσφυγες, κυρίως μετά την «αποσταλινοποίηση», απέκτησαν ιδιωτική ζωή πέραν της κομματικής. Εδώ έχουμε το εξής περίεργο. Αυτές οι χώρες αν και απέρριπταν τη λειτουργία άλλων κομμάτων, επέτρεψαν τη δημιουργία οργανώσεων του ΚΚΕ, εκτός της Σοβιετικής Ένωσης. Στην Ελλάδα αντιθέτως υπήρχαν μόνο οι παράνομες οργανώσεις και μετά τη διάλυση το 1958 και αυτών υπήρχαν μόνο οι οργανώσεις της ΕΔΑ. Το 1968 και η εισβολή στην Πράγα ήταν το σημείο καμπής που δοκιμάστηκαν, χωρίς επιτυχία, οι αντοχές του διαχωρισμού μεταξύ του οργανωμένου στο εξωτερικό και του παράνομου στο εσωτερικό ΚΚΕ. Η προαναγγελθείσα διάσπαση ήταν γεγονός το 1968. Αυτή συνέδεσε το ελληνικό κομμουνιστικό κίνημα με τη Δύση και τη δυτική Νέα Αριστερά. Ο συγγραφέας περιγράφει διαδικασίες και πρόσωπα, όπως ο Άγγελος Ελεφάντης, που διαφώνησαν με τη γραμμή συνεννόησης με τη χούντα και τις άλλες αστικές δυνάμεις, όπως αυτή διαμορφώθηκε από την ηγεσία του ΚΚΕ εσωτερικού.
Ο αντιδικτατορικός αγώνας όμως, εκ των πραγμάτων, συνέδεσε όλο και περισσότερους Έλληνες κομμουνιστές και αριστερούς με τις αξίες της δυτικής φιλελεύθερης δημοκρατίας. Αποφασιστικό ρόλο εδώ έπαιξαν διανοούμενοι του ΚΚΕ εσωτερικού, όπως ο Νίκος Πουλαντζάς, ο Φίλιππος Ηλιού και ο Κώστας Τσουκαλάς. Εδώ ο συγγραφέας εστιάζει κυρίως στη δράση της Νέας και της ριζοσπαστικής Αριστεράς, όπως την εξέφραζε ο Μιχάλης Ράπτης (Πάμπλο) ακόμη και ο Αλέξανδρος Γιωτόπουλος και λιγότερο στη δράση της Ανανεωτικής Αριστεράς και του σοσιαλισμού του Ανδρέα Παπανδρέου. Χωρίς αυτό να σημαίνει πως τα δυο τελευταία απουσιάζουν.
Νίκος Πουλαντζάς, Κώστας Τσουκαλάς, Μιχάλης Ράπτης (Πάμπλο), Φίλιππος Ηλιού |
Όμως το ΚΚΕ εσωτερικού και ο ευρωκομμουνισμός, και εδώ διαφωνώ με τον συγγραφέα, δεν ήταν μόνο εκφράσεις του ελληνικού κομμουνισμού. Ήταν και εκφράσεις μιας ιδιότυπης ελληνικής σοσιαλδημοκρατίας, όπως υποστήριζα στο δικό μου βιβλίο Το πρωτείο της Δημοκρατίας (Αλεξάνδρεια, 2019). Η σοσιαλδημοκρατία για λόγους που δεν μπορούν να αναπτυχθούν εδώ, δεν ήταν δυνατόν να εμφανιστεί με γνήσιο τρόπο στην Ελλάδα και στην Ιταλία. Αυτόν τον ρόλο στη χώρα μας δεν μπόρεσε να τον παίξει ούτε το ΠΑΣΟΚ. Αυτό μέχρι το 1991 αυτοπροσδιοριζόταν ως αντίπαλός της. Αλλά και στην Ιταλία οι σοσιαλιστές της, λόγω της διαφθοράς τους, δεν «κατόρθωσαν» να γίνουν σοσιαλδημοκράτες. Εκεί αυτό τον ρόλο ανέλαβε το Κομμουνιστικό Κόμμα Ιταλίας του Μπερλινγκουέρ και στην Ελλάδα, με τις όποιες καθυστερήσεις, το ΚΚΕ εσωτερικού του Κύρκου και του Δρακόπουλου.
Οι σοσιαλδημοκρατικές αξίες της εθνικής ενότητας, της ανοχής, του κράτους δικαίου, του κοινωνικού και πολιτικού συμβιβασμού μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας, της εθνικής συνεννόησης στην Ιταλία και στην Ελλάδα εκφράστηκαν περισσότερο από τους ευρωκομμουνιστές και λιγότερο από τους σοσιαλιστές. Αυτή η εκδοχή, όπως προανέφερα, απουσιάζει από το πολύ σημαντικό αυτό έργο. Το βιβλίο κλείνει με τον ρόλο του Πολυτεχνείου στην εθνικοποίηση του κομμουνιστικού κινήματος. Το Πολυτεχνείο οικειοποιήθηκε το έθνος.
Η ιστορία δεν έχει τέλος, ούτε επαναλαμβάνεται, κατά τον συγγραφέα.
Εντέλει η διαδρομή που ξεκίνησε από μια Αυτοκρατορία, πέρασε σε ένα νεοδημιούργητο έθνος και από εκεί κατέληξε σ’ ένα παγκόσμιο κόμμα, επέστρεψε με αποδυναμωμένο ταξικά το υποκείμενό της σε εθνικό έδαφος αναζητώντας τη φιλελεύθερη δημοκρατία και όχι τον κομμουνισμό. Και εδώ όμως τα πράγματα δεν ήταν ανώδυνα και βελούδινα. Η ιστορία δεν έχει τέλος, ούτε επαναλαμβάνεται, κατά τον συγγραφέα.
*Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΙΑΚΑΝΤΑΡΗΣ είναι συγγραφέας και δρ. Κοινωνιολογίας. Το νέο του βιβλίο «Τι δημοκρατίες θα υπάρχουν το 2050; – Μεταδημοκρατία, μεταπολιτική, μετακόμματα» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Το κομμουνιστικό κίνημα, σε όλες σχεδόν τις εκδοχές του, αντέστρεφε το σχήμα, διεκδικώντας την ιδέα του έθνους και κατηγορώντας την αντικομουνιστική παράταξη για υποτέλεια και, εντέλει, προδοσία της πατρίδας. Το 1967 δημιούργησε νέους όρους για την προσπάθεια αυτή, καθώς η εναντίωση στη δικτατορία παρέπεμπε σε μια διαιρετική τομή όπου οι δυνάμεις που αντιστέκονταν στο καθεστώς ήταν οι εκφραστές του ελληνικού λαού απέναντι στους επίορκους στρατιωτικούς, οι οποίοι εξυπηρετούσαν τα συμφέροντα ξένων δυνάμεων. Αυτή η οπτική διαπερνούσε το σύνολο των πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων, από τη δεξιά μέχρι την Αριστερά» (σ. 613).