Η σκηνοθέτρια συνειδητά επιλέγει την ασπρόμαυρη κινηματογράφηση για να τιμήσει την παράδοση του Ιταλικού Νεορεαλισμού. Το έργο συνιστά ένα λαϊκό μελόδραμα με εμπνευσμένα κωμικά στοιχεία που το ιταλικό κοινό αγάπησε παράφορα. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι αποτελεί μία από τις μεγαλύτερες εισπρακτικές επιτυχίες στην Ιταλία, κόβοντας πάνω από 5 εκατομμύρια εισιτήρια!
Η πλοκή εκτυλίσσεται στην μεταπολεμική/ μεταφασιστική Ιταλία αλλά τα μηνύματά της ανήκουν εξ ολοκλήρου στο σήμερα. Όλα φαντάζουν ρηξικέλευθα και τίποτα δεν μυρίζει ναφθαλίνη.
Η ιστορία μιλά για τη ζωή της Ντέλια, μιας παραμελημένης φτωχής νοικοκυράς και μάνας τριών παιδιών που βιώνει στη Ρώμη μια καθημερινότητα που θυμίζει σκλαβιά. Εργάζεται σε ευκαιριακές δουλειές για να συνεισφέρει στον πενιχρό οικογενειακό προϋπολογισμό, είναι αποκλειστικά υπεύθυνη για το νοικοκυριό, κουμαντάρει δύο ατίθασα αγόρια μαζί με μία έφηβη ερωτευμένη κόρη και υπομένει στωικά τη σωματική και λεκτική βία από τον δυνάστη σύζυγό της, Ιβάνο (και όχι μόνο).
Η Ντέλια ωστόσο δεν μεμψιμοιρεί ούτε στιγμή, ούτε επιζητά το δάκρυ μας. Σε μια εποχή που οι νέες ελευθερίες αρχίζουν να ξεμυτούν, αγωνίζεται για την ευτυχία των παιδιών της και παράλληλα οργανώνει ένα «όνειρο τρελό» που το κρατάει επτασφράγιστο μυστικό μέχρι το τέλος…
Η πρωτοτυπία της ταινίας έγκειται στην παιχνιδιάρικη επιλογή της σκηνοθέτριας να μην «σερβίρει» την πατριαρχία στο κοινό, κρύα και ωμή. Καινοτομεί, χρησιμοποιώντας κωμικές και έξυπνες ιδέες, ενώ δεν διστάζει να χορογραφήσει και να επικαλύψει μουσικά τις σκηνές της ενδοοικογενειακής βίας, προσδίδοντας μια σουρεαλιστική χροιά στην αφήγηση.
Η προσωπική ιστορία της Ντέλιας είναι και δική μας ιστορία. Η ταινία συνιστά μία σύγχρονη αιχμηρή σάτιρα του πατριαρχικού αφηγήματος που εξακολουθεί να γαλουχεί κάθε νέα γενιά. Με το ευρηματικό και ανατρεπτικό της φινάλε, μας καλεί σε χειραφέτηση και αντίσταση. Με το ελπιδοφόρο βλέμμα στραμμένο στον θρίαμβο. Άλλωστε, πάντα υπάρχει το αύριο…