Μια ωραία μέρα σαν και τη σημερινή, πριν από εκατό και πλέον χρόνια, δύο φίλοι, απόγονοι καραβοκυραίων, που ποτέ δεν είχαν δουλέψει και έτρωγαν από τα έτοιμα, έκαναν την ίδια διαδρομή καθημερινά· από το σπίτι τους στον οικισμό, στο καφενείο της παραλίας και πάλι πίσω.
Μια ωραία ημέρα, ενώ έπιναν τον καφέ τους και συζητούσαν, ο ένας λέει στον άλλο:
_Τόσα χρόνια λέμε να πάμε στον Μύλο του Μουστάκα, δεν πάμε σήμερα που είναι καλή η ημέρα;
Ο άλλος διστάζει και μην θέλοντας να χάσει τη βόλεψή του απαντά:
_Δεν βλέπεις εκεί στον κάβο ένα συννεφάκι; Δεν τ’ αφήνουμε για σήμερα;
Ο φίλος επιμένει…
_Βρε, κάθε φορά λέμε ότι θα πάμε, σήμερα, αύριο, σήμερα, αύριο και όλο το αφήνουμε για την άλλη μέρα. Θα πεθάνουμε και δεν θα έχουμε πάει…
_Δεν βλέπεις κάτι δέντρα στο Παλούκι που κουνιούνται; Σαν να φυσάει, επιμένει ο δεύτερος.
Με τα πολλά, πείθεται και ξεκινούν το “μεγάλο ταξίδι”, που σήμερα είναι η διαδρομή από τις καφετέριες της παραλίας μέχρι την Εθνική Τράπεζα!
Ο Μύλος του Μουστάκα, ήταν κάτω από το σημερινό Σουέλ και ο μυλωνάς ιδιοκτήτης του, εκτός από το άλεσμα, είχε και δύο τραπεζάκια και ένα μπρικάκι για να σερβίρει καφέ σε όποιον ήθελε.
Παραγγέλνουν οι δύο φίλοι τον καφέ τους, απλώνουν τα πόδια τους πάνω στις καρέκλες και, κοιτάζοντας προς τον Οικισμό Σκοπέλου, λέει ο ένας στον άλλο:
_Βρε, κοίτα πού γεννιέται ο άνθρωπος και πού βρίσκεται σήμερα!
Το ανέκδοτο μάς το αφηγήθηκε ο Νίκος Ρόδιος, που με απλό και καθημερινό τρόπο, θίγει βαθύτερα ζητήματα όπως η ρουτίνα, η αναβλητικότητα και η αδράνεια. Μας καλεί να αναλογιστούμε τη ζωή μας και τις επιλογές μας. Πόσο συχνά λέμε “θα πάμε, θα κάνουμε” και τελικά μένουμε στάσιμοι; Πόσο εύκολα βολευόμαστε σε μια κατάσταση, ακόμα κι αν δεν μας ικανοποιεί;
Η φράση “Βρε, κοίτα πού γεννιέται ο άνθρωπος και πού βρίσκεται σήμερα!” είναι μια διαπίστωση για τη ματαιότητα της ζωής, όταν τη σπαταλάμε σε μικρότητες και αναβλητικότητα.