Ήταν σαν να κάναμε …μετακόμιση! Έπρεπε να πάρουμε μαζί μας για όλα τα μέλη της οικογένειας ρούχα και παπούτσια τόσο για κάθε μέρα, όσο και για τις γιορτινές μέρες, καθώς και μαγιό, πετσέτες, βατραχοπέδιλα, σαγιονάρες, καπέλα, πέδιλα, δωράκια για τους συγγενείς στο νησί μικρούς και μεγάλους, καραμέλες, καφέ, ζάχαρη και κάποια βιβλία, που όμως ποτέ δεν ανοίγαμε, γιατί δεν μας έμενε χρόνος από τα παιχνίδια και την ανεμελιά..,
Κάθε χρόνο αγανακτισμένοι από την ταλαιπωρία του ταξιδιού οι γονείς αποφάσιζαν, ότι την επόμενη χρονιά θα παίρναμε λιγότερα πράγματα μαζί αλλά ποτέ δεν το καταφέρναμε. Αριθμούσαν βαλίτσες, τσάντες, σάκους, δέματα και τα έγραφαν σε καταστάσεις. Τις πιο πολλές φορές ο αριθμός αυτός έφτανε διψήφιο νούμερο: 13, 14, 15…!
Παίρναμε, λοιπόν, το τρένο για τη Λάρισα. Τρένο απ’ ευθείας για Βόλο δεν υπήρχε (ούτε και υπάρχει). Η ταχεία αμαξοστοιχία, ο «καρβουνιάρης» (έτσι το έλεγαν, γιατί έκαιγε κάρβουνο) δεν ήταν και το πιο γρήγορο τρένο. Τα κουπέ στα βαγόνια ήταν συνήθως γεμάτα. Το τρένο δεν είχε φυσικά κλιματισμό και το καλοκαίρι, που ταξίδευαμε για το νησί, τα παράθυρα του ήταν πάντα ανοιχτά, για να δροσίζονται οι επιβάτες. Τα παιδιά τρελαινόμασταν να έχουμε τα πρόσωπα μας μπροστά σ’ ένα ανοιχτό παράθυρο, να χαζεύουμε τα τοπία, που διαδέχονταν με ταχύτητα το ένα το άλλο και να χαιρετούμε κουνώντας τα χέρια μας τους αγρότες, που χαρούμενοι ανταπέδιδαν τον χαιρετισμό, κουνώντας τα καπέλα ή τα μαντίλια τους. Η δουλειά στα χωράφια είναι κοπιαστική κάτω από τον ήλιο και γι’ αυτούς το πέρασμα του τρένου ήταν κάτι, που έσπαζε τη μονοτονία του μόχθου τους.
Όμως από τα παράθυρα έμπαινε εκτός από το δροσερό αεράκι και καπνός από τη μηχανή του τρένου κι όταν πια φτάναμε να κατεβούμε από την αμαξοστοιχία, τα ρουθούνια μας ήταν κατάμαυρα και στα μάτια μας, που έτσουζαν από τον καπνό, γυάλιζαν μαύρες τσίμπλες…
Το καλύτερο σημείο, όμως, της διαδρομής ήταν στο τούνελ πριν τον Πλαταμώνα. Το τρένο χωνόταν με ταχύτητα στη μαύρη τρύπα, που σαν ανοιχτό στόμα περίμενε να το καταπιεί και τα βαγόνια βυθίζονταν ξαφνικά στο σκοτάδι, ενώ το σφύριγμα του αντιλαλούσε μέσα στη σκοτεινή γαλαρία. Σε λίγα λεπτά, όμως, το τρένο ξαναέβγαινε στο φως του ήλιου και το θέαμα, που αντικρύζαμε, ήταν μοναδικό. Οι γραμμές του τρένου σ’ εκείνο το σημείο πήγαιναν παράλληλα με την ακτογραμμή και πολύ κοντά σ’ αυτήν, τόσο κοντά που νόμιζες, ότι θα άπλωνες το χέρι να πιάσεις τους λουόμενους και τα παιδιά, που χαρούμενα πλατσούριζαν στα πεντακάθαρα, καταγάλανα νερά. Ήταν το ωραιότερο σημείο της διαδρομής. Όπως πήγαινε το τρένο, στα δεξιά, καταπράσινο, ανηφόριζε το βουνό, στα αριστερά απλωνόταν η καταγάλανη θάλασσα και μπροστά σε μικρή απόσταση η ωραιότατη βίλα του Μοσκώφ, χτισμένη πάνω σ’ ένα βράχο μέσα στη θάλασσα (ή έτσι έμοιαζε).
Πιο κάτω η πανέμορφη κοιλάδα των Τεμπών, που τη σχηματίζουν τα δυο βουνά, ο μεγαλοπρεπής Όλυμπος κι ο Κίσαβος κι ανάμεσα τους ο Πηνειός, το ποτάμι της Λάρισας, που κυλάει τα νερά του με ορμή, για να χυθεί στη θάλασσα. Άγρια φύση. Πανύψηλα βράχια δεξιά κι αριστερά σού προκαλούν δέος κι ένα μικρό εκκλησάκι αφιερωμένο στην Αγία Παρασκευή, κουρνιασμένο θαρρείς μέσα σ’ ένα κοίλωμα του βράχου δίπλα στο ποτάμι, ήταν το τελευταίο πράγμα, που έβλεπαν οι ταξιδιώτες, πριν το επόμενο τούνελ καταπιεί και πάλι το τρένο. Δευτερόλεπτα πριν, με την προτροπή της μητέρας μας, προλαβαίναμε να πετάξουμε από το ανοιχτό παράθυρο του τρένου στο προαύλιο της εκκλησούλας κέρματα, το αντίτιμο ενός κεριού, τάμα στην Αγία Παρασκευή, να μας έχει όλους καλά.
Στη Λάρισα έπρεπε ν’ αλλάξουμε τρένο. Υπήρχε το οτομοτρίς (αυτοκινητάμαξα, που είχε μηχανή εμπρός αλλά και πίσω για αντίθετη πορεία και οι γραμμές της είναι πιο στενές από εκείνες της αμαξοστοιχίας), που ερχόταν από Καλαμπάκα, Τρίκαλα, Καρδίτσα και συνέχιζε για Βόλο, αλλά έπρεπε να φτάσει η ταχεία αμαξοστοιχία από τη Θεσσαλονίκη σε συγκεκριμένη ώρα, αλλιώς το οτομοτρίς δεν περίμενε. Δεν υπήρχε η έννοια της ανταπόκρισης. Η αλλαγή από την ταχεία στην αυτοκινητάμαξα δεν έπρεπε να πάρει πάνω από πέντε λεπτά το πολύ! Κι αν λάβει κανείς υπόψη του τον όγκο και τον αριθμό των αποσκευών, που κουβαλούσε η οικογένεια για το καλοκαίρι, καταλαβαίνει, ότι κάτι τέτοιο ήταν …Ηράκλειος άθλος! Στην περίπτωση που δεν προλαβαίναμε, άλλο τρένο για Βόλο δεν υπήρχε την ίδια μέρα κι έπρεπε να διανυκτερεύσουμε σε ξενοδοχείο στη Λάρισα, πράγμα που σήμαινε έξτρα έξοδα, κάτι που οι μεγάλοι ήθελαν οπωσδήποτε ν’ αποφύγουν, γιατί το ταξίδι για το νησί δεν ήταν φτηνό…
Η διαδρομή μέχρι τον Βόλο διαρκούσε λίγο περισσότερο από μια ώρα. Η αυτοκινητάμαξα ήταν συνήθως γεμάτη κι έκανε πολλή ζέστη λόγω του ότι δεν υπήρχε κλιματισμός, τα παράθυρα δεν άνοιγαν και ο χώρος ήταν μικρός , ενώ οι επιβάτες πολλοί. Υπήρχαν συνήθως πολλά μωρά και παιδάκια, που δυσανασχετούσαν από τη βαριά ατμόσφαιρα.Τα παιδιά ήταν ανήσυχα, οι μάνες τα μάλωναν συνεχώς και τα μωρά, φασκιωμένα πολύ σφιχτά και κλεισμένα σ’ ένα βαγόνι με τόσο κόσμο, έκλαιγαν γοερά.
Στο σταθμό του Βόλου περίμεναν άμαξες με άλογα, τα λεγόμενα παϊτόνια και χαμάληδες με καρότσια, που τα έσπρωχναν πεζοί. Ταξί δεν υπήρχαν και φυσικά οι άμαξες έφταναν γρηγορότερα από τα καρότσια των χαμάληδων στο λιμάνι, οπότε γινόταν πανζουρλισμός στην προσπάθεια να εξασφαλίσουν μια άμαξα. Φόρτωναν, λοιπόν, τις βαλίτσες και τα δέματα, όσο καλύτερα μπορούσαν στην άμαξα, σκαρφάλωναν κι οι ίδιοι όπως-όπως και ξεκινούσαν. Η εικόνα ήταν πολύ αστεία. Οι επιβάτες κρέμονταν σαν τσαμπιά από σταφύλια, ενώ σε κάθε στροφή του δρόμου η άμαξα έγερνε επικίνδυνα ανάλογα με τη μετατόπιση του κέντρου βάρους. Έπρεπε να διαθέτει κανείς ικανότητες ακροβάτη, για να μην πέσει στο οδόστρωμα. Η μητέρα σφίγγοντας και δαγκώνοντας τα χείλια της μας κρατούσε γερά με το ένα χέρι από τις άκρες των ρούχων, που φορούσαμε και με το άλλο σφιχτά το χερούλι της άμαξας…
Όταν επιτέλους φτάναμε στο λιμάνι του Βόλου, αν όλα είχαν πάει καλά, προλαβαίναμε το καΐκι τα πρώτα χρόνια (το «Πασχάλης» ή το «Κατερίνα») ή αργότερα το βαπόρι (το «Κύκνος»), για Σκόπελο. Αλλά δεν ήταν λίγες οι φορές που, φτάνοντας στο λιμάνι, βλέπαμε το καΐκι ή το «Κύκνος» πέρα στον ορίζοντα… Μια μικρή καθυστέρηση του τρένου μπορούσε να κοστίσει στην οικογένεια μια διανυκτέρευση σε ξενοδοχείο, στο Βόλο αυτή τη φορά, προς μεγάλη χαρά των παιδιών και μεγαλύτερη απογοήτευση τωνενηλίκων, που υπολόγιζαν τα χρήματα, που διέθεταν για διανυκτέρευση και φαγητό, γιατί τα παιδιά απαιτούσαν φαγητό σε εστιατόριο (μια σπάνια πολυτέλεια) και μάλιστα σ’ ένα ονομαστό τότε εστιατόριο στην παραλία της πρωτεύουσας του νομού Μαγνησίας. Στο εστιατόριο τα παιδιά είχαμε γλέντι. Χαιρόμασταν, γιατί μπορούσαμε να διαλέξουμε το φαγητό, που μας άρεσε, τρώγαμε σε χωριστό τραπέζι και με μαχαιροπίρουνα, σαν τους μεγάλους κι ας μην τα καταφέρναμε, όπως εκείνοι. Καμμιά φορά οι κεφτέδες, που προσπαθούσαμε να φάμε με τα μαχαιροπίρουνα κατέληγαν στις αγκαλιές των συνδαιτημόνων στα διπλανά τραπέζια!
Στην παραλία του Βόλου υπήρχε ένα ξενοδοχείο, στο οποίο συχνά ζητούσαν καταφύγιο σε περιπτώσεις, που είχαν χάσει το πλοίο ή όταν τα δρομολόγια των τρένων και των πλοίων ήταν εντελώς ανάποδα και δεν υπήρχε περίπτωση να γλυτώσουν τη διανυκτέρευση κατά τη διάρκεια του ταξιδιού. Με τα χρόνια είχαν γίνει φίλοι με τον ιδιοκτήτη κι από κάποια φορά και μετά, αυτός τους παραχωρούσε έναν μεγάλο, ενιαίο χώρο (πρώην πλυσταριό) με πολλά κρεβάτια, στην ταράτσα του ξενοδοχείου, όπου όλοι, παιδιά και γονείς ήταν ευχαριστημένοι. Τα παιδιά, γιατί γινόταν μεγάλος «τζερτζελές» κι οι μαμάδες, γιατί έκαναν μια σχετική οικονομία. .Το ταξίδι μέχρι τη Σκόπελο δεν ήταν φτηνό και οι εποχές ήταν δύσκολες τότε. Είχαν περάσει μόλις λίγα χρόνια από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου αλλά και του Εμφυλίου και η οικονομία της χώρας είχε τα χάλια της. Οι μαμάδες κοίταζαν να γλυτώσουν ό,τι μπορούσαν.
Την άλλη μέρα παίρναμε το καΐκι για Σκόπελο. Το ταξίδι με το καΐκι, αν όλα εξελίσσονταν ομαλά, διαρκούσε εννέα ώρες. Όμως υπήρχαν και τα απρόβλεπτα! Πολλές φορές κι ενώ το καΐκι ήταν μεσοπέλαγα, σταματούσαν οι μηχανές.. Το ταξίδι συνεχιζόταν όταν ο μηχανικός διόρθωνε τη βλάβη. Το καΐκι δεν ήταν επιβατικό και χώρος κλειστός για τους επιβάτες δεν υπήρχε. Οι επιβάτες στρώναμε κουβέρτες ή ό,τι άλλο είχαμε επάνω στο κατάστρωμα κι εκεί αφήναμε τις αποσκευές μας, ενώ βολευόμασταν, όπως μπορούσαμε κι εμείς,
Κάποτε φτάναμε στη Σκόπελο. Με το που έστριβε το καΐκι, για να μπει στο λιμάνι, ξεδιπλωνόταν ξαφνικά μπροστά στα μάτια μας ένα απίστευτο θέαμα σαν σκηνικό ταινίας: κάτασπρα τα σπιτάκια της Χώρας, φρεσκοασβεστωμένα πάντα, με τα κουφώματα βαμμένα μπλε ή πράσινα και τις ασημίζουσες πλάκες Πηλίου στις σκεπές.
Με το που σφύριζε το καΐκι αναγγέλλοντας την άφιξη του στο λιμάνι ένα μπουλούκι από άνδρες όλων των ηλικιών, που έμοιαζαν με σμάρι μαύρα πουλιά από τα σκουρόχρωμα ρούχα που φορούσαν, σηκωνόταν σύσσωμο από τα καφενεία της παραλίας και κατευθυνόταν προς το σημείο, που θα έδενε το καΐκι. Άλλοι περίμεναν τους δικούς τους, που τους είχαν ειδοποιήσει, ότι θα έρχονταν στο νησί για διακοπές κι άλλοι απλά ήθελαν να δουν ποιος ήρθε και τι νέα τους έφερνε από την ενδοχώρα.
Το καράβι ή το καΐκι ήταν η μόνη τους επικοινωνία με τον έξω κόσμο τότε. Με το βαπόρι το ταξίδι διαρκούσε 5,5 ώρες, αλλά το εισιτήριο ήταν πιο ακριβό. Είχε και πρώτη θέση για τους πιο ευκατάστατους. Όταν έφτανε στη Σκόπελο, όμως, δεν έμπαινε μέσα στο λιμάνι. Η εκβάθυνση του λιμανιού έγινε πολύ αργότερα, οπότε υπήρχε κίνδυνος να «βρει» από κάτω. Σφύριζε, λοιπόν κι αυτό κι αμέσως από την προκυμαία του νησιού ξεκινούσε η λάντζα του Κουρούπη. Πατ, πατ, πατ, πατ, ακουγόταν η μηχανή της μέχρι και στα τελευταία σπίτια της πολίχνης, που είναι αμφιθεατρικά κτισμένη. Έφτανε στο πλοίο κι «έπεφτε» δίπλα. Το πλοίο κατέβαζε μια σκάλα κι άρχιζε η μεταφόρτωση. Ένας-ένας οι επιβάτες κατέβαιναν προσεκτικά ακροβατώντας στη σχοινένια σκάλα και πηδούσαν μέσα στη λάντζα, που λικνιζόταν επικίνδυνα με κάθε αλλαγή του κέντρου βάρους του φορτίου της. Όταν έπαιρνε τον προβλεπόμενο αριθμό επιβατών, στη συνέχεια περνούσαν οι αποσκευές χέρι-χέρι από τους ναύτες του πλοίου στον βαρκάρη της λάντζας. Η όλη επιχείρηση εξελισσόταν ομαλά, όταν βοηθούσε ο καιρός και η θάλασσα ήταν ήρεμη. Όταν όμως η θάλασσα ήταν αγριεμένη, τα πράγματα γίνονταν πολύ δύσκολα και τόσο οι αποσκευές όσο και οι επιβάτες κινδύνευαν να βρεθούν στη θάλασσα, ιδιαίτερα οι ηλικιωμένοι και τα μικρά παιδιά. Επικρατούσε πανδαιμόνιο από τις τρομαγμένες φωνές των γυναικών, τα κλάματα των μωρών και τα παραγγέλματα των ναυτικών, που πάσχιζαν να αποφύγουν ατυχήματα. Παρ’ όλα αυτά, ποτέ δεν σημειώθηκε κάποιο ατυχές γεγονός.
Στη συνέχεια ξεκινούσε νέος γύρος ταλαιπωρίας για τους επιβάτες. Το εισιτήριο της λάντζας δεν συμπεριλαμβανόταν στην τιμή του εισιτηρίου του πλοίου κι ο βαρκάρης έπρεπε να μαζέψει τα «βαρκαδιάτικα». Δώσ’ του, λοιπόν, βόλτες με τη λάντζα μέσα στο λιμάνι, μέχρι που να εισπράξει το αντίτιμο του εισιτηρίου από όλους τους επιβάτες, που στοιβαγμένοι κακήν κακώς, δεν έβλεπαν την ώρα να πατήσουν το πόδι τους στη στεριά.
Κάποτε τελείωνε κι αυτό κι έβγαιναν στην παραλία του νησιού. Έβγαιναν χέρι με χέρι κι οι αποσκευές κι αφού γινόταν η καταμέτρηση, για να δουν μήπως έλειπε κάποιο κομμάτι, τις φόρτωναν σε μουλάρια και οι αγωγιάτες τις μετέφεραν στο σπίτι. Ι.Χ. αυτοκίνητα δεν υπήρχαν, αλλά και να υπήρχαν ήταν αδύνατο να κυκλοφορήσουν μέσα στα στενά σοκάκια με τα σκαλοπάτια, όπως ήταν τότε…
Μέναμε στο νησί μέχρι τις αρχές Σεπτεμβρίου. Εμάς τα παιδιά μονίμως μας έγραφαν στο σχολείο για την καινούργια σχολική χρονιά ένα φιλικό ζευγάρι, μια και θέλαμε να επωφεληθούμε μέχρι και την τελευταία ημέρα των καλοκαιρινών διακοπών.
Η παραμονή στη Σκόπελο για μας σήμαινε ατέλειωτο παιχνίδι. Οι εκδρομές στις διάφορες ονειρεμένες παραλίες του νησιού ήταν σαν ένα ταξίδι στη «Γαλάζια Λίμνη». Οι παραλίες άδειες από κόσμο αντιλαλούσαν από τις χαρούμενες φωνές και τα παιχνίδια μας,,,
Δέσποινα Σακελλαρίου – Σαραντίδου