Το να μιλά κανείς λοιπόν, ανακουφίζει το άγχος και βοηθά να νιώσει το άτομο καλύτερα. Ακόμη, το να βάζει κάποιος σε λόγο τα συναισθήματα και τις σκέψεις του, τον βοηθά να τα κατανοήσει καλύτερα. Επικοινωνόντας, τα όρια, οι επιθυμίες και οι ανάγκες του ασθενή μπορούν να γίνουν κατανοητά από το περιβάλλον του. Όταν ένας χρόνιος ασθενής – και συγκεκριμένα ένας καρκινοπαθής- έχει την ευκαιρία να μιλήσει, να μοιραστεί σκέψεις και συναισθήματα και να ακουστεί από τους δικούς του ανθρώπους , νιώθει ότι δεν είναι μόνος σε αυτή τη δύσκολη περίοδο της ζωής του.Η ουσιαστική επικοινωνία συμβάλλει στην ποιότητα ζωής του ασθενή και συστατικά της αποτελούν η συχνότητα, το περιεχόμενο αλλά και ο τρόπος αλληλεπίδρασης και συνδιαλλαγής.
Οι άνθρωποι με ισχυρή συναισθηματική υποστήριξη, τείνουν να προσαρμόζονται καλύτερα στις αλλαγές που φέρνει ο καρκίνος στη ζωή τους. Η έλλειψη της δυνατότητας επικοινωνίας και μοιράσματος, μπορεί να προκαλέσει στο άτομο άγχος και καταθλιπτικά συναισθήματα. Η υποστήριξη από την οικογένεια και τους φίλους του, μπορεί να κάνει τη διαφορά.
Συχνά όμως, υπάρχει η ανησυχία στην οικογένεια του καρκινοπαθούς σχετικά με το τι πρέπει να πουν και τι όχι, ή ότι θα πούν κάτι λανθασμένο και όχι βοηθητικό. Στην πργματικότητα, ένας καλός τρόπος να διασφαλιστεί ότι το οικείο περιβάλλον θα είναι όντως βοηθητικό, είναι να είναι «ανοιχτό» και ευαίσθητο στα συναισθήματα και τις επιθυμίες του ασθενή , πρόθυμο να τα ακούσει με σεβασμό. Η επαφή με τον ασθενή και η διάθεση να ακούσει ο συγγενής ή ο φίλος του τον ίδιο, θα αποτελέσει «οδηγό» σχετικά με το ποιά θέματα μπορούν να συζητηθούν, ποια όχι και σε ποιό βαθμό. Τα όρια κάθε ανθρώπου είναι διαφορετικά και αυτό ισχύει και στην περίπτωση ενός χρόνιου ασθενή.
Πώς γίνεται λοιπόν κανείς καλός ακροατής για έναν καρκινοπαθή;
Καταρχήν είναι σημαντικό ο συγγενής ή ο φίλος, να δίνει την αμέριστη προσοχή του όταν μιλά με τον ασθενή, σε ένα περιβάλλον κατάλληλο, χωρίς διασπαστικούς παράγοντες, καθώς και να δείχνει εμφανώς ότι ακούει ό,τι λέει και μοιράζεται μαζί του ο καρκινοπαθής. Αυτό επιτυγχάνεται, κάνοντας ερωτήσεις, δίνοντας ανατροφοδότηση και επαναλαμβάνοντας ανα διαστήματα, τι λέει ο ασθενής. Είναι προφανές επίσης ότι ο ασθενής πρέπει να έχει χώρο και χρόνο να μιλήσει και δεν διακόπτεται από τον συνομιλητή, καθώς και ότι πρέπει να υπάρχει πάντα σεβασμός και κατανόηση στα συναισθήματα , τις σκέψεις και τις ανάγκες του, αλλά και στο δικό του προσωπικό και υποκειμενικό βίωμα της ασθένειας.
Επίσης, είναι σημαντικό ο καρκινοπαθής να νιώθει την ασφάλεια ότι μπορεί να εκφράσει ακόμη και «δύσκολα» συναισθήματα (πχ άγχος, θυμό κτλ) , γεγονός που προυποθέτει μια «ανοιχτότητα» από το συνομιλητή , αλλά ιδανικά και καλή επαφή με τα δικά του συναισθήματα.
Το βίωμα μιας χρόνιας ασθένειας είναι σίγουρα μια αγχογόνα και δύσκολη συνθήκη για τον ασθενή αλλά και για τους οικείους του. Διασφαλίζοντας την καλή επικοινωνία, υπάρχουν πολλά οφέλη και για τις δυο πλευρές , τα οποία αμβλύνουν τη δυσκολία της εμπειρίας αυτής και δρουν ανακουφιστικά στον ψυχισμό τόσο του ασθενή, όσο και των φροντιστών του.