Κάθε συμπεριφορά αποτελεί επικοινωνία και ακριβώς επειδή δεν υπάρχει «μη συμπεριφορά» δεν υπάρχει «μη επικοινωνία».
Στην πραγματικότητα, η επικοινωνία δεν είναι μόνο η ανταλλαγή πληροφοριών. Ο άνθρωπος επικοινωνεί διαρκώς με το περιβάλλον γύρω του, μαθαίνει μέσω αυτής της διαδικασίας και παράλληλα δημιουργεί μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα και για τον ίδιο του τον εαυτό.
Σε κάθε επικοινωνία υπάρχουν δυο επίπεδα: Το περιεχόμενο και το πλαίσιο.Το περιεχόμενο αφορά τις πληροφορίες που επικοινωνούνται, ενώ το πλαίσιο αφορά τον τρόπο και τη συνθήκη που συνδέει τις επικοινωνίες.
Όταν επικοινωνούμε με τους άλλους, είμαστε ταυτόχρονα πομποί και δέκτες. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι την ίδια στιγμή που εκπέμπουμε ένα ερέθισμα, το ερέθισμα αυτό προκαλεί μια απάντηση, δλδ ένα δεύτερο ερέθισμα το οποίο έρχεται από τον αποδέκτη της επικοινωνίας. Με αυτόν τον τρόπο μοιάζει να καθίσταται η επικοινωνία μια συνεχής ανταλλαγή μηνυμάτων , κατά την οποία ο ορισμός της αρχής της είναι αυθαίρετος.
Η ουσιαστική εικοινωνία σε όλες τις ανθρώπινες σχέσεις έχει κάποια χαρακτηριστικά, τα οποία τη διασφαλίζουν και προάγουν την ποιότητα τους. Αυτά είναι η διαθεσιμότητα του ακροατή, η ενεργητική ακρόαση και η ενσυναίσθηση. Τα χαρακτηριστικά αυτά αφορούν φυσικά και την επικοινωνία στο πλαίσιο της οικογένειας και συγκεκριμένα την επικοινωνία μεταξύ γονέων και παιδιών. Η καλή επικοινωνία γονέων – παιδιού βοηθά στην κοινωνικοποίηση και ανάπτυξη του, έτσι ώστε το παιδί να γίνει ικανό να δημιουργεί ουσιαστικές σχέσεις με τους γύρω του και να αποκτήσει αυτονομία και αυτοεκτίμηση.
Η σωστή και εποικοδομητική επικοινωνία σχετίζεται σε μεγάλο βαθμό με τη διαθεσιμότητα του γονέα· πρέπει να είναι ξεκάθαρο στο παιδί ότι όταν μιλάει στο γονιό του, εκείνος είναι παρών, με όλους τους τρόπους. Αυτό σημαίνει ότι ο γονιός πρέπει να είναι εκεί, όχι μόνο ως φυσική παρουσία, αλλά παράλληλα νοητικά και συναισθηματικά.
Η ουσιαστική επικοινωνία συνδέεται επίσης σε μεγάλο βαθμό με την έννοια της ενσυναίσθησης. Η ενσυναίσθηση, είναι η ικανότητα του ατόμου να κατανοεί και να αντιλαμβάνεται την πραγματικότητα του άλλου, χωρίς όμως να ταυτίζεται μαζί του. Η ενσυναίσθηση δεν αφορά μόνο την κατανόηση σε γνωστικό επίπεδο του βιώματος και του συναισθήματος, αλλά και την κατανόση σε συναισθηματικό επίπεδο και εν τέλει την αποδοχή του άλλου προσώπου. Ο ενσυναισθητικός άνθρωπος είναι ικανός να «νιώσει» τον συνομιλητή του σε όλα τα επίπεδα και να «δει μέσα από τα δικά του μάτια».
Στις σχέσεις γονιών και παιδιών, αυτό σημαίνει ότι ο γονιός που συναισθάνεται το παιδί του, το αποδέχεται ακόμη κι αν διαφωνεί με τις απόψεις ή τις πεποιθήσεις του. Κατανοεί και αναγνωρίζει το βίωμα της εμπειρίας του παιδιού, «μπαίνοντας στην θέση του», διατηρώντας όμως παράλληλα το γονεικό του ρόλο. Η ενσυναισθητική ακρόαση αποτελεί άλλωστε και τη βάση μιας ουσιαστικής σχέσης και επικοινωνίας μαζί του, πάνω στην οποία θα διαπραγματευθεί τις συμπεριφορές του παιδιού και θα θέσει τα όρια του. Η καλή ψυχοσυναισθηματική ανάπτυξη των παιδιών σχετίζεται άμεσα με την ύπαρξη ενσυναίσθησης από την πλευρά των γονιών και βέβαια και τα ίδια τα παιδιά μαθαίνουν με αυτόν τον τρόπο να συναισθάνονται τους άλλους ανθρώπους.
Η ενεργητικη ακρόαση είναι ένας τρόπος που συμβάλλει στο να γίνει κατανοητό αυτό που λέγεται και κυρίως είναι ο τρόπος με τον οποίο ο ακροατής εκφράζει ότι όντως άκουσε, κατάλαβε και ένιωσε και το περιεχόμενο των λεγομένων του συνομιλητή του αλλά και το συναίσθημα του. Η ενεργητική ακρόαση, είναι ο τρόπος με τον οποίο ο γονιός εν προκειμένω, αποκωδικοποιεί το μήνυμα απο το παιδί του, αντιλαμβάνεται τα συναισθήματα του και εκφράζει και εκείνος με τη σειρά του τις πληροφορίες που έλαβε από το παιδί, προκειμένου να διαπιστώσει αν κατανόησε σωστά.
Η επικοινωνία μεταξύ γονέα και παιδιού δεν αφορά λοιπόν μόνο τα λεκτικά μηνύματα που ανταλλάσουν, αλλά και τα εξωλεκτικά, όπως είναι η στάση του σώματος, η χροιά και ο τόνος της φωνής, οι εκφράσεις του προσώπου, καθώς και τα συναισθήματα που εκφράζονται είτε άμεσα είτε έμμεσα. Ο ρόλος του γονέα είναι να είναι παρών για το παιδί, να είναι διατεθιμένος να το ακούει όποτε εκείνο τον χρειάζεται και να κατανοεί τόσο το περιεχόμενο της επικοινωνίας, όσο και το ψυχοσυναισθηματικό περιεχόμενο που το συνοδεύει.
Πρακτικές συμβουλές για καλύτερη επικοινωνία:
- Ακούστε το παιδί προσεκτικά και κάντε σαφές ότι παρακολουθείτε όντως τι σας λέει.
- Μην διακόπτετε και μην αλλάζετε θέμα.
- Τα εξωλεκτικά στοιχεία της επικοινωνίας (στάση σώματος, εκφράσεις προσώπου, τόνος φωνής) πρέπει να δείχνουν κι αυτά ότι αφενός είστε ουσιαστικά παρόντες στη συζήτηση, αφετέρου να ταιριάζουν με το περιεχόμενο των λεκτικών μηνυμάτων που ανταλλάσονται.
- Επιλέξτε να συζητάτε με τον παιδί όταν έχετε διαθέσιμο χρόνο.
- Προσπαθείστε να μη γίνεστε επικριτικοί.
- Προσπαθήστε να κατανοήσετε τα συναισθήματα του παιδιού και να «δείτε με τα δικά του μάτια», αυτά που σας λέει.
- Να είστε υποστηρικτικοί και ενθαρρυντικοί με το παιδί, έτσι ωστε να υπάρχει κλίμα ασφάλειας και εμπιστοσύνης στη μεταξύ σας σχέση.
- Η τυχόν διαφωνία ή μη αποδοχή για μια συμπεριφορά, θα πρέπει να εστιάζεται στη συγκεκριμένη συμπεριφορά και όχι στο σύνολο της προσωπικότητας του παιδιού.
- Να είστε ευέλικτοι αναφορικά με την κατανόηση των συναισθημάτων που συχνά «κρύβονται» πίσω από τα λόγια του παιδιού.
- Θυμηθείτε τη δική σας παιδική (ή την εφηβική) ηλικία. Είναι βοηθητικό στο να κατανοήσετε το παιδί σας.