Ψυχοτρόπες, χαρακτηρίζονται όσες ουσίες (νόμιμες και παράνομες) επηρεάζουν και μεταβάλλουν τον ψυχικό κόσμο του ανθρώπου, τις γνωστικές λειτουργίες, το συναίσθημα και τη συμπεριφορά του.
Συγκεκριμένα, νόμιμες ουσίες θεωρούνται το αλκοόλ, ο καπνός, κάποια φαρμακευτικά σκευάσματα όπως τα ψυχοφάρμακα –για να αναφέρουμε τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα νόμιμων ουσιών– ενώ παράνομες θεωρούνται το χασίς, η ηρωίνη, η κοκαΐνη κτλ.
Ένα κρίσιμο ερώτημα που προκύπτει λοιπόν, είναι ποιοι είναι οι λόγοι για τους οποίους παρατηρείται το φαινόμενο της εξάρτησης σε τόσο μεγάλο βαθμό στις μέρες μας. Ακόμη περισσότερο, φαίνεται να απασχολεί ειδικούς και μη, το γιατί η έναρξη της χρήσης ξεκινά πλέον σε μικρές ηλικίες, συνήθως στην περίοδο της εφηβείας. Εύλογα επίσης, γίνεται μεγάλη συζήτηση για την πρόληψη του φαινομένου καθώς και το ρόλο που καλούνται να παίξουν σε σχέση με αυτή, όλοι οι εμπλεκόμενοι, η πολιτεία, η τοπική κοινότητα, το σχολείο και η οικογένεια.
Εξετάζοντας τους αιτιολογικούς παράγοντες του φαινομένου της εξάρτησης εν γένει, είναι σημαντικό να αναφερθεί αρχικά ότι η εμφάνιση και εγκαθίδρυση της ουσιοεξάρτησης στο άτομο, δε σχετίζεται με έναν παράγοντα και μόνο. Το φαινόμενο της εξάρτησης αποτελεί ένα φαινόμενο ψυχοκοινωνικό και πολυπαραγοντικό όσον αφορά την αιτιολογία του. Αυτό σημαίνει ότι διάφοροι παράγοντες αλληλεπιδρούν, διαπλέκονται και οδηγούν στην εμφάνισή του. Σε αδρές γραμμές, οι παράγοντες αυτοί είναι κοινωνικοί, πολιτισμικοί, οικογενειακοί και ψυχολογικοί. Χρήσιμη λοιπόν θα ήταν μια αναφορά στο ψυχοκοινωνικό αιτιολογικό μοντέλο της ουσιοεξάρτησης γενικά, έτσι ώστε να οριστεί το γενικότερο πλαίσιο μες στο οποίο εντάσσεται η έναρξη και εγκαθίδρυση του φαινομένου, στην περίοδο της εφηβείας, η οποία αποτελεί ένα σημαντικό και ιδιαίτερο στάδιο εξέλιξης στη ζωή του ανθρώπου.
Οι δυτικές κοινωνίες χαρακτηρίζονται, από τη βιομηχανική επανάσταση ως σήμερα, από ένα μοντέλο ανάπτυξης, το οποίο φέρει κάποια χαρακτηριστικά, τα οποία συμβάλλουν στη δημιουργία ψυχοπιεστικών συνθηκών για τον σύγχρονο άνθρωπο. Τα χαρακτηριστικά αυτά είναι: η αναγωγή του χρήματος, της εξουσίας και της κατανάλωσης ως υπέρτατες αξίες, ο ανταγωνισμός, ο εντατικός ρυθμός ζωής και εργασίας, η αλλοτρίωση των ανθρωπίνων σχέσεων, η αποξένωση, ο εγωκεντρισμός, η παθητικότητα και η καταστροφή του περιβάλλοντος. Ακολούθως, υπάρχει η απαξίωση των βασικών και εγγενών αναγκών του ανθρώπου –τόσο σε ψυχολογικό, όσο και σε πνευματικό επίπεδο- όπως η αγάπη, η αλληλεγγύη, ο αλτρουισμός, η συνεργατικότητα, η αποδοχή και το αίσθημα του «ανήκειν», καθώς και η κρίση σε αξίες και θεσμούς όπως η οικογένεια και το σχολείο, που μοιάζει να προσπαθούν να νοηματοδοτήσουν την ύπαρξη και το ρόλο τους στο συγκεκριμένο κοινωνικό, οικονομικό και πολιτισμικό πλαίσιο.
Το συγκεκριμένο λοιπόν μοντέλο ανάπτυξης με τα προαναφερθέντα χαρακτηριστικά, συμβάλει στη δημιουργία συνθηκών ζωής που προκαλούν ψυχικό πόνο στον άνθρωπο και τον καθιστούν ευάλωτο, κι αυτό γιατί υπάρχει μια αντίφαση μεταξύ αυτών και των πραγματικών –εγγενών- ψυχοσυναισθηματικών αναγκών του. Ζώντας σε ένα πλαίσιο τέτοιο, κοινωνικό και πολιτισμικό, ο άνθρωπος μοιάζει να αποπροσανατολίζεται και να χάνει το ουσιαστικό και πραγματικό νόημα της ύπαρξης του.
Δε θα ήταν ακραίο λοιπόν να λέγαμε πως όλοι μας –ζώντας σε ένα κοινό κοινωνικοπολιτισμικό πλαίσιο– είμαστε «φορείς» μιας παθολογίας, η οποία όμως εκδηλώνεται στα άτομα που για διάφορους λόγους είναι πιο ευάλωτα. Μιλώντας για την εξάρτηση, οικογενειακοί και ψυχολογικοί παράγοντες αλληλεπιδρούν με τους ευρύτερους κοινωνικούς, έτσι ώστε αν και εφόσον το άτομο «συναντηθεί» με την ουσία, να είναι επιρρεπές στο να πειραματιστεί και ενδεχομένως να εξαρτηθεί από αυτήν.
Η οικογένεια, ζώντας σε ένα κοινωνικό περιβάλλον σε «κρίση», αποτελεί κάποιες φορές το διαμεσολαβητικό παράγοντα μεταξύ της κρίσης αυτής και του ατόμου, βιώνοντας τη δική της κρίση. Η έλλειψη συναισθηματικής ασφάλειας, αποδοχής και στήριξης μεταξύ των μελών της, η έλλειψη επικοινωνίας και συνοχής, η έλλειψη ορίων και κανόνων, η βία, η παραμέληση, τα οικονομικά προβλήματα, ο κοινωνικός αποκλεισμός και η έλλειψη υποστηρικτικών δικτύων, αποτελούν χαρακτηριστικά που λειτουργούν επιβαρυντικά στην ψυχική υγεία και ισορροπία των μελών της.
Όσον αφορά το ίδιο το άτομο και τις ιδιοσυγκρασιακές, ψυχολογικές παραμέτρους, θα πρέπει να επισημανθεί ότι δε μιλάμε για την ύπαρξη «εξαρτητικής προσωπικότητας» (καθώς κάτι τέτοιο θα υπονοούσε ότι το πρόβλημα της εξάρτησης «αρχίζει και τελειώνει» στο άτομο, αφήνοντας απ’έξω άλλους σημαντικούς αιτιολογικούς παράγοντες) αλλά για κάποιους ψυχοσυναισθηματικούς προδιαθεσικούς παράγοντες που το καθιστούν ευάλωτο.
Το ψυχικό υπόστρωμα του χρήστη είναι ελλειμματικό˙ το χαρακτηρίζουν οι εσωτερικές συγκρούσεις, η ανασφάλεια, η χαμηλή αυτοεκτίμηση, το άγχος, το αίσθημα του ανικανοποίητου, η έλλειψη εσωτερικής συνοχής, οι ακάλυπτες συναισθηματικές ανάγκες. Μοιάζει λοιπόν ο χρήστης να προσπαθεί να «καλύψει» τα κενά του τραυματισμένου ψυχισμού του, να «αυτοθεραπευτεί» από τον ψυχικό πόνο που βιώνει.
Τα προαναφερθέντα χαρακτηριστικά σε κοινωνικό, οικογενειακό και ατομικό επίπεδο, αλληλεπιδρούν, διαπλέκονται και συμβάλλουν στην εμφάνιση της εξαρτητικής συμπεριφοράς, δεδομένης της συνάντησης του ατόμου μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή με την ουσία.
Οι παραπάνω παράγοντες και παράμετροι δίνουν την ψυχοκοινωνική διάσταση του φαινομένου της εξάρτησης, όπως αυτό έχει διαμορφωθεί και εξελιχθεί στο κοινωνικό, οικονομικό και πολιτισμικό πλαίσιο του Δυτικού κόσμου.
Η εφηβεία είναι μια μεταβατική περίοδος στη ζωή του ανθρώπου˙ αποτελεί το «πέρασμα» από την παιδική στην ενήλικη ζωή. Ως εξελικτική φάση, συνοδεύεται από αλλαγές σε επίπεδο σωματικό, συναισθηματικό και ψυχολογικό. Ο έφηβος βρίσκεται σε διαδικασίας διαμόρφωσης της ταυτότητάς του, σε διαδικασία του να ανακαλύψει «ποιος είναι». Με την εφηβεία τελειώνει η εξάρτηση – σωματική και συναισθηματική – από τους γονείς του. Ο έφηβος μέσα από διεργασίες πένθους για την απώλεια της παιδικής του ηλικίας αλλά και από-ιδανικοποίησης των γονιών, μπαίνει στη διαδικασία αυτονόμησης και ανεξαρτητοποίησης, οι οποίες αποτελούν και τα αναπτυξιακά επιτεύγματα της εξελικτικής αυτής φάσης.
Η εφηβεία αποτελεί μια περίοδο ανακάλυψης του εαυτού, της διερεύνησης των ικανοτήτων και των δεξιοτήτων, της εξοικείωσης με τις σωματικές και ψυχοσυναισθηματικές αλλαγές, της δημιουργίας και της καλλιέργειας διαπροσωπικών σχέσεων με συνομηλίκους, της ανακάλυψης της ταυτότητας του φύλου, αλλά και του σεξουαλικού του προσανατολισμού. Χαρακτηριστικά της εφηβείας αποτελούν επίσης, ο πειραματισμός, η δοκιμή προτύπων συμπεριφοράς, η επανεξέταση και συχνά αμφισβήτηση των συστημάτων αξιών της κοινωνίας καθώς και των φιλοσοφικών αξιών. Όλα αυτά εντάσσονται στη διαδικασία αυτονόμησης του εφήβου και στην πορεία συγκρότησης μιας σταθερής, με συνοχή, εικόνας του εαυτού.
Η μεταβατική περίοδος της εφηβείας αποτελεί μια μεταβατική περίοδο και για την οικογένεια˙ η μέχρι τότε ισορροπία διαταράσσεται. Οι γονείς βρίσκονται κι αυτοί σε μια διαδικασία «πένθους» για την απώλεια του γονεϊκού τους ρόλου, όπως αυτός υπήρχε μέχρι τότε και πρέπει να προσαρμοστούν σε νέες καταστάσεις, σε νέα δεδομένα.
Η προσαρμοστικότητα αυτή, η συντροφικότητα και η ψυχική οικειότητα, το μοίρασμα των συναισθημάτων και η ετοιμότητα ανταπόκρισης στις ανάγκες των μελών της οικογένειας , είναι κάποιοι βασικοί παράγοντες που δρουν βοηθητικά στη μετάβαση από την εφηβεία στην ενήλικη ζωή.
Ο έφηβος λοιπόν αλλά και το οικογενειακό πλαίσιο, καλείται να «αντιμετωπίσει» όλες αυτές τις διεργασίες που λαμβάνουν χώρα στο εξελικτικό αυτό στάδιο, το οποίο θα οδηγήσει στην εδραίωση της ψυχοκοινωνικής του ταυτότητας, και εν τέλει στην ενηλικίωσή του. Σε αυτήν ακριβώς την περίοδο «κρίσης», την εφηβεία, υπάρχει μια σειρά παραγόντων σε διάφορα επίπεδα (κοινωνικό, οικογενειακό, ατομικό) που ενδέχεται να δράσουν επιβαρυντικά και να οδηγήσουν στον πειραματισμό, την χρήση και πιθανά στην εξάρτηση από ψυχοτρόπες ουσίες, ως αποτέλεσμα της συνύπαρξης και αλληλεπίδρασής τους.
Στο ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο, επιβαρυντικοί παράγοντες για τον έφηβο αποτελούν:
- Ο κοινωνικός αποκλεισμός, οι διακρίσεις και η μη δυνατότητα συμμετοχής και εμπλοκής στην κοινωνική ζωή.
- Η έλλειψη ευκαιριών επαγγελματικής απασχόλησης.
- Οι οικονομικές δυσκολίες.
- Η αποξένωση, οι αλλοτριωμένες ανθρώπινες σχέσεις και η έλλειψη κοινωνικής οργάνωσης και συνοχής.
- Οι κοινωνικές νόρμες που «ευνοούν» την χρήση.
- Η έλλειψη νομοθεσίας για την χρήση ουσιών.
- Η πίεση για χρήση από κοινωνικό περίγυρο/συνομηλίκους.
- Η έλλειψη υποστηρικτικών κοινωνικών δομών.
- Η προώθηση λανθασμένων προτύπων και παραπληροφόρηση από τα ΜΜΕ αναφορικά με την χρήση ουσιών.
- Η έλλειψη δομών προαγωγής ψυχικής υγείας και πρόληψης.
Σημαντικό πλαίσιο και φορέας κοινωνικοποίησης για τους εφήβους αποτελεί το σχολείο. Προσπαθώντας να προσδιοριστεί και να υπηρετήσει το ρόλο του μέσα σε συνθήκες κοινωνικής κρίσης και αξιών, το σχολείο, μπορεί ενίοτε να φέρει χαρακτηριστικά που δρουν επιβαρυντικά -κατά μια έννοια- για την υιοθέτηση (και) εξαρτητικών συμπεριφορών, όπως τα ακόλουθα:
- Η αποξένωση σχολείου – μαθητών.
- Η παρέκκλιση του σχολικού πλαισίου από το ρόλο του ως κοινωνικοποιητικού φορέα.
- Η μη προαγωγή της συνεργασίας και αλληλεγγύης των μαθητών καθώς και της ανάληψης πρωτοβουλιών από αυτούς.
- Η έλλειψη στήριξης μαθητών από τους εκπαιδευτικούς, η έλλειψη εμπιστοσύνης και ουσιαστικής επικοινωνίας μεταξύ τους.
- Η μη σύνδεση του σχολείου με την κοινωνία.
- Η έλλειψη ξεκάθαρης πολιτικής και κανόνων αναφορικά με την χρήση ουσιών.
- Η έλλειψη προγραμμάτων πρόληψης και προαγωγής της ψυχικής υγείας.
Ο ρόλος της οικογένειας –όπως αναφέρθηκε ήδη- είναι ουσιαστικός και πολύ σημαντικός για την ψυχοκοινωνική ανάπτυξη του ατόμου, πολύ περισσότερο δε κατά την περίοδο της εφηβείας. Χαρακτηριστικά του οικογενειακού πλαισίου που αφορούν τις σχέσεις, την επικοινωνία των μελών, τις νόρμες της οικογενειακής ζωής, η ύπαρξη ποικίλλων προβλημάτων ή τραυματικών γεγονότων ζωής, επηρεάζουν τα μέλη της, συνεπώς και τους εφήβους, οι οποίοι βρίσκονται σε αυτό το κρίσιμο εξελικτικό στάδιο, όσον αφορά τη συγκρότηση της ταυτότητας τους ως ενήλικες. Επιβαρυντικοί παράγοντες αναφορικά με την ουσιοεξάρτηση στο πλαίσιο της οικογένειας, αποτελούν:
- Η μη ουσιαστική, αυθεντική και άμεση επικοινωνία μεταξύ των μελών, τα «διπλά μηνύματα».
- Η έλλειψη συναισθηματικής ασφάλειας, αποδοχής και στήριξης μεταξύ των μελών -ιδίως μεταξύ γονέων- παιδιών.
- Η έλλειψη σταθερότητας και συνοχής του οικογενειακού πειβάλλοντος.
- Η βία, οι συγκρούσεις, η παραμέληση των παιδιών.
- Τα τραυματικά γεγονότα στη ζωή της οικογένειας (θάνατοι, αρρώστιες, διαζύγιο).
- Η κατάχρηση ουσιών από γονείς και η επιτρεπτικότητα στην χρήση.
- Η έλλειψη ξεκάθαρων ορίων και κανόνων ή/και η μη κοινή στάση των γονέων στην τήρηση αυτών.
- Οι οικονομικές δυσκολίες και η ανεργία.
- Οι υπερβολικά υψηλές ή χαμηλές προσδοκίες των γονιών σε σχέση με το παιδί.
- Η έλλειψη υποστηρικτικού κοινωνικού δικτύου της οικογένειας.
Οι παραπάνω παράγοντες κινδύνου σε κοινωνικό, πολιτισμικό και οικογενειακό επίπεδο, διαπλέκονται, ενίοτε, με τα ατομικά ψυχοσυναισθηματικά χαρακτηριστικά του εφήβου -που καθιστούν ευάλωτο το ψυχικό του υπόστρωμα- αλλά και χαρακτηριστικά του εξελικτικού σταδίου της εφηβείας. Ο συνδυασμός τους πιθανά να οδηγήσει στην ουσιοεξάρτηση.
Σημαντικά χαρακτηριστικά σε ψυχολογικό επίπεδο της εφηβείας, αποτελούν η διάθεση για απόκτηση νέων εμπειριών, ο πειραματισμός, η ανάγκη αποδοχής των συνομηλίκων και το ανήκειν στην ομάδα τους, καθώς και μια διάθεση διαφοροποίησης ή και ρήξης με το κατεστημένο. Ακόμη, ο έφηβος αισθάνεται «άτρωτος» και μοιάζει να έχει κατά κάποιο τρόπο «άγνοια» του κινδύνου. Φυσικά αυτά τα χαρακτηριστικά είναι κοινά στους εφήβους –λιγότερο ή περισσότερο- και δεν αποτελούν από μόνα τους παράγοντες κινδύνου για την υιοθέτηση εξαρτητικών συμπεριφορών. Πιθανά όμως να λειτουργήσουν συμπληρωματικά στο να καταστεί πιο επιρρεπής ο έφηβος στον πειραματισμό με τις ουσίες, διαπλεκόμενα και με κάποια επιβαρυντικά ψυχολογικά χαρακτηριστικά του, τα οποία είναι τα εξής:
- Η παθητικότητα και η έλλειψη ανεξαρτησίας.
- Η έλλειψη αυτοπεποίθησης.
- Η χαμηλή αυτοεκτίμηση.
- Η έλλειψη προσωπικών και κοινωνικών δεξιοτήτων (λήψη αποφάσεων, διεκδίκηση, αντίσταση σε πίεση συνομηλίκων).
- Η πρώιμη έναρξη αντικοινωνικής συμπεριφοράς, παραβατικότητα, προβλήματα με το νόμο.
- Η επιθετικότητα.
Η ουσιοεξάρτηση στην εφηβεία αποτελεί λοιπόν ένα πολυδιάστατο και πολυπαραγοντικό φαινόμενο όσον αφορά τους αιτιολογικούς της παράγοντες. Χαρακτηριστικά του μακρο-κοινωνικού περιβάλλοντος, αλλά και του μικρο-κοινωνικού, σε συνδυασμό με τα χαρακτηριστικά του ατόμου, δημιουργούν το έδαφος, δεδομένων συγκυριών και συνθηκών να εμφανιστεί και να εγκατασταθεί το φαινόμενο της εξάρτησης.
Απάντηση στο πρόβλημα της ουσιοεξάρτησης αποτελεί η πρόληψη, όπως άλλωστε και για όλα τα ψυχοκοινωνικά προβλήματα. Η πρόληψη όμως δεν αφορά μόνο την Πολιτεία ή τους ειδικούς. Στην πραγματικότητα, αφορά μια συνολικότερη στάση και τρόπο ζωής, με αξίες και συμπεριφορές που προάγουν την ψυχική υγεία των ανθρώπων, έτσι ώστε το άτομο να μην καθίσταται ευάλωτο σε εξαρτητικές συμπεριφορές. Αφορά ουσιαστικά λοιπόν όλους μας, αλλά και τον καθένα ξεχωριστά. Αποτελεί προσωπική ευθύνη του καθενός να είναι «φορέας» συμπεριφορών, αντιλήψεων και ενός τρόπου ζωής που να συνάδει με τις βασικές ανθρώπινες ψυχοσυναισθηματικές και κοινωνικές ανάγκες, διαποτισμένες από αξίες και αρχές που δρουν προστατευτικά για τον ίδιο και τους συνανθρώπους του. Με τον τρόπο αυτό κάθε μέλος της κοινωνίας μπορεί να αποτελεί τελικά φορέας κοινωνικής αλλαγής προς το καλύτερο.